Κυριακή 18 Οχτώβρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Καθ' οδόν: Στις μετακινήσεις του χτες...

Κάρα και σούστες κοντά στην Παναγίτσα στην Αίγινα, εκεί που τώρα σταθμεύουν τρίκυκλα. (Αρχείο Αικατερίνης Ρωπαϊτου - Καρακάση)
Κάρα και σούστες κοντά στην Παναγίτσα στην Αίγινα, εκεί που τώρα σταθμεύουν τρίκυκλα. (Αρχείο Αικατερίνης Ρωπαϊτου - Καρακάση)
Οι ζωντανές και παραστατικές αναμνήσεις - μαρτυρίες απλών ανθρώπων που αφορούν σε αραμπατζήδες και καραγωγείς περασμένων δεκαετιών (1935 - 1975), έτσι όπως τις κατέγραψε η Ζωή Ε. Ρωπαΐτου στην εξαιρετική έρευνά της που κυκλοφορεί υπό τον τίτλο «Από την άμαξα στο ΤΑΞΙ» (εκδ. «ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ») θα μας κρατήσουν συντροφιά και αυτή τη φθινοπωρινή Κυριακή. Ας δεχτούμε την αύρα μιας άλλης εποχής, με τα καλά και τα στραβά της...

Ενας αραμπατζής τη δεκαετία του 1920

Αφηγείται η Αναστασία Τσαμπαρλή που διανύει την 10η δεκαετία της ζωής της.

«Γεννήθηκα στο Ρουφ, Λεωφόρος Κωνσταντινουπόλεως 20. Ο πατέρας μου, Αντώνης Στριγγάρης, είχε αμάξι με ένα άλογο και έκανε μετακομίσεις. Τον φωνάζανε Μεθανίτη επειδή ήταν από τα Μέθανα και αραμπατζή. Το επίθετό του δεν το ήξερε σχεδόν κανέ­νας. Το άλογο το λέγαμε Μπίλιο και το αγαπούσα πολύ. Το αχού­ρι του ήτανε στο πίσω μέρος του σπιτιού μας. Την κοπριά του αλό­γου ερχόντουσαν οι περιβολάρηδες και την παίρνανε με κάρα για τα περιβόλια τους. Το ταΐζαμε σανό που το αγοράζαμε από το σανοπωλείο του Σακκιώτη στην οδό Πειραιώς. Ο πατέρας μου το έπλενε στο Σκαραμαγκά. Οταν γέρασε και δεν μπορούσε να σύ­ρει το αμάξι, το αφήσαμε να ζει και το ταΐζαμε μέχρι να πεθάνει. Ο πατέρας μου δεν πήρε άλλο άλογο και σταμάτησε και αυτός να δουλεύει.

Εκδρομή με μόνιππα στον Κοκκιναρά, 25/6/1960
Εκδρομή με μόνιππα στον Κοκκιναρά, 25/6/1960
Με το αμάξι αυτό πηγαίναμε και εκδρομές τα καλοκαίρια. Η πιο συνηθισμένη μας εκδρομή ήτανε στο Σκαραμαγκά. Ο πατέρας μου έβαζε στο αμάξι δυο μακριές σανίδες και καθόμαστε όλη η οι­κογένεια και παίρναμε και κανένα γείτονα ή κουμπάρο μαζί μας. Μέναμε στο ύπαιθρο. Μαζί μας παίρναμε κουβέρτες, κουρελούδες και μια φουφού και μαγειρεύαμε. Τρώγαμε και κοιμόμαστε έξω. Τα βράδια τραγουδούσαμε».

Καραγωγέας σε μάντρα υλικών

Αφηγείται ο Χρήστος Λεπτοκαρύδης ηλεκτρολόγος, 52 χρονώ, από την προσφυγογειτονιά της Ν. Ιωνίας.

«Το 1955, στην οδό Σαπφούς, κοντά στην Πλατεία Κουμουν­δούρου άνοιξε η μεγαλύτερη μάντρα οικοδομικών υλικών του κέ­ντρου της Αθήνας και την είχε ο Αρβανίτης Τσέγκος Γεώργιος από την Εύβοια. Μετά το θάνατό του την κληροδότησε στο γιο του και αυτός την μετέφερε Κολοκυνθούς 35. Εκεί δούλευε ο πατέρας μου ως καραγωγέας, δηλαδή οδηγός ιππήλατου οχήματος (κάρου) που το τράβαγε ένα άλογο και μετέφερε τα οικοδομικά υλικά στα μονώ­ροφα και διώροφα σπίτια, στις μονοκατοικίες, γιατί οι πολυκατοι­κίες προμηθεύονταν από αλλού μεγάλες ποσότητες υλικών.

Εγώ από πέντε χρονώ, από το 1960, κατέβαινα από τη γειτο­νιά μας, τη Ν. Ιωνία, στη μάντρα, βοηθούσα τον πατέρα μου και παρατηρούσα κάθε τι που γινόταν γύρω μου. Εκείνο που μου έκα­νε περισσότερο εντύπωση ήταν το άλογο που ζούσε μέσα στη μά­ντρα σε ειδικό χώρο, παχνί. Ολα τα χρόνια που δούλευε εκεί ο πα­τέρας μου άλλαξαν τέσσερα άλογα. Αυτό κράτησε μέχρι τη συντα­ξιοδότησή του το 1976, που έκλεισε και η μάντρα.

Ο παλιός Βόλος (φωτογραφία αναρτημένη στο Δημαρχείο Βόλου)
Ο παλιός Βόλος (φωτογραφία αναρτημένη στο Δημαρχείο Βόλου)
Το κάρο είχε δύο καρόροδες, δύο πλαϊνά ξύλα, δοκάρια, (τι­μόνια) και στο άκρο των δοκαριών στηριζόταν ένας ιμάντας πρόσ­δεσης του αλόγου με το κάρο. Από εκεί δενόταν η κοιλιά του ζώου με το κάρο. Επίσης, το άλογο φορούσε λαιμαριά που συνδεόταν με το κάρο με αλυσίδες που και αυτές εφαρμόζονταν στα πλαϊνά δο­κάρια με ένα άγκιστρο και μ' αυτόν τον τρόπο τραβούσε το ζώο το κάρο. Ακόμα, φορούσε στο κεφάλι την κεφαλάρια δηλαδή μια μάσκα με παρωπίδες για να περιορίζεται το οπτικό πεδίο, να μην τρομάζει και να βλέπει μόνο μπροστά του. Αυτό στην Αθήνα ήταν ακόμα πιο απαραίτητο με την τόση κίνηση και τα πολλά αυτοκίνητα. Στην πλάτη του αλόγου υπήρχε το σαμάρι που στην κορυφή του είχε δύο χαλκάδες μπρούτζινους που περνούσαν από μέσα τα δερ­μάτινα λουριά, τα γκέμια, που ήταν δεμένα από την κεφαλάρια του αλόγου και τα κρατούσε ο καραγωγέας. Με αυτά κατεύθυνε το ζώο, το σταματούσε ή το έκανε να ξεκινήσει με τη βοήθεια, βέ­βαια, προσταγμάτων. Το πρόσταγμα για να ξεκινήσει ήταν «γκε» και για να σταματήσει ένα τραβηγμένο παχύ σίγμα.

Η μάντρα αυτή ήταν η μοναδική που δούλευε με κάρο ακόμη εκείνη την εποχή και οι τουρίστες το είχαν σαν αξιοθέατο και έπαιρναν φωτογραφίες και το κάρο, και το άλογο, και τον πατέρα μου. Οι μεταφορές, βέβαια, είχαν μια περιορισμένη ακτίνα, δεν ξε­περνούσαν την πλατεία Ομόνοιας, το τέρμα της Λένορμαν και έφταναν το πολύ μέχρι το ποτάμι. Παρ' όλο που δούλευε με κάρο ακόμα, δεν έπαυε να τροφοδοτεί τις άλλες πιο μικρές αλλά και πιο σύγχρονες μάντρες της Αθήνας, στο θησείο (Βουτσαράς), στου Ψυρρή και σπάνια τα μαρμαράδικα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.

Η οδός Σταδίου το 1937. (Αρχείο Ν. Τόλη, Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερ)
Η οδός Σταδίου το 1937. (Αρχείο Ν. Τόλη, Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερ)
Τα κάρα αυτά, που ήταν για φόρτωμα υλικών και όχι επιβατη­γά ήταν μέσα επενδυμένα με λαμαρίνα στα πλαϊνά, στο πάτωμα, για να αντέχουν τις τριβές. Είχαν μέσα μια σανίδα μπροστά για να κάθεται ο αναβάτης όταν δεν είχε κίνηση. Αλλιώς έπρεπε να είναι όρθιος για να τρέξει το άλογο και να βλέπει γύρω του καλύτερα. Τα κάρα αυτά δεν είχαν όπως οι άμαξες λάστιχο γύρω από το σί­δερο της ρόδας για να είναι αθόρυβες ούτε λάστιχο στα πέταλα του αλόγου για να μη γλιστράει. Ετσι όταν περνούσε το κάρο ακουγόταν από μακριά. Ακόμα, τα ελατήρια, οι σούστες ήταν δια­φορετικές στις άμαξες που είχαν μεγαλύτερη ελαστικότητα.

Οι άμαξες του λιμανιού

Από ακούσματα από τους δικούς μου, αλλά όχι από δική μου εμπειρία είχα μάθει και για τις άμαξες του λιμανιού του Πειραιά, επειδή η γιαγιά μου όταν έφθασε στον Πειραιά από τη Θεσσα­λονίκη το 1951, ήρθε με άμαξα στο σπίτι μας.

Οι άμαξες των λιμανιών ήταν δύο ειδών: Οι άμαξες που ήταν στα τελωνεία και φόρτωναν τα εμπορεύματα και τις έσερναν 4 άλογα και από πίσω ρυμουλκούσαν μια άλλη άμαξα που συνδεό­ταν με την πρώτη με ένα άγκιστρο που θηλύκωνε σαν τους σημερι­νούς κοτσαδόρους που χρησιμοποιούνται στα ρυμουλκούμενα τρο­χόσπιτα κ.α. Το άλλο είδος άμαξας των λιμανιών ήταν για τους επιβάτες. Αυτές είχαν δύο αντικριστούς πάγκους που χωρούσαν να καθίσουν περίπου έξι άτομα. Οι αποσκευές τους ήταν σε μια μπαγκαζιέρα στο πίσω μέρος της άμαξας. Αυτές οι άμαξες πήγαι­ναν τον καθένα στο σπίτι του και είχαν και αυτές όπως και οι άλ­λες άμαξες στέγαστρο για προφύλαξη από τη βροχή».


Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Καθ'οδόν: Στις μετακινήσεις του χτες... (2009-10-11 00:00:00.0)
Καθ' οδόν: Στους αθηναϊκούς δρόμους... (2008-11-09 00:00:00.0)
Το αλώνι που με αίμα βάφτηκε κόκκινο (2004-06-27 00:00:00.0)
Εντυπωσιακή αρχαία ταφή (2003-02-18 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ