Το κεντρικό σύνθημα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που επαναλαμβάνει σε κάθε εμφάνισή του ο πρωθυπουργός, συμπυκνώνει τη στρατηγική στόχευση της σοσιαλδημοκρατίας σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης: «Είμαστε αποφασισμένοι να αξιοποιήσουμε και να μετατρέψουμε τη σημερινή κρίση σε ευκαιρία για την προώθηση της ανάπτυξης, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση της διεθνούς θέσης της χώρας», λέει όπου σταθεί και όπου βρεθεί, εντός και εκτός Ελλάδας, ο Γ. Παπανδρέου.
Η βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» της ελληνικής οικονομίας, στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, μόνο δεινά μπορεί να προμηνύει για τα λαϊκά στρώματα. Η ισχυροποίηση της θέσης των ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων και συνολικά του ευρωενωσιακού κεφαλαίου περνάει μέσα από την εφαρμογή βίαιων ανατροπών στις κατακτήσεις και στα δικαιώματα της εργατικής τάξης. «Ανατροπών» που στόχο έχουν να μειώσουν ακόμα παραπέρα την τιμή της εργατικής δύναμης και να γιγαντώσουν την υπεραξία που καρπώνονται οι κεφαλαιοκράτες.
Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και η επιβολή της σκληρής λιτότητας σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, στο όνομα της μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η κυβέρνηση προσπαθεί να εξοικονομήσει νέους πόρους για τη χρηματοδότηση των μεγάλων επιχειρήσεων. Κόβει από κοινωνικές δαπάνες, μισθούς και συντάξεις και τα δίνει στις επιχειρήσεις.
Δανείζεται από τις διεθνείς καπιταλιστικές αγορές του χρήματος, που έχουν συσσωρεύσει αμύθητο, κλεμμένο από τους εργάτες πλούτο, και φορτώνει στο λαό τόκους και υπέρογκα ποσά για να βάλει το κεφάλαιο ξανά στην τροχιά της υπερκερδοφορίας. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να ενοχοποιήσει τα πενιχρά δικαιώματα των εργαζομένων για τον κοστοβόρο δανεισμό, ώστε από τη μια να επιβάλει αδιαμαρτύρητα τα βαθιά ταξικά μέτρα και από την άλλη να τρομοκρατήσει για τα χειρότερα που έρχονται.
Αυτή η ολομέτωπη επίθεση εναντίον των εργαζομένων συμβαδίζει με την ενίσχυση της ντόπιας πλουτοκρατίας και αποτυπώνεται στο «Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης», που έχει καταθέσει η κυβέρνηση στην ΕΕ. Το ποιος χάνει και το ποιος κερδίζει από τα προωθούμενα μέτρα είναι ευδιάκριτο στα παρακάτω χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Την ίδια μέρα που δημοσιοποίησε το προσχέδιο νόμου για τις εργασιακές σχέσεις, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη χορήγηση 4 δισ. ευρώ στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της ανεργίας και την αποτροπή των απολύσεων. Δηλαδή, τζάμπα χρήμα, τζάμπα εργατική δύναμη στο μεγάλο κεφάλαιο!
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση δρομολογεί την ακόμα μεγαλύτερη απαλλαγή των επιχειρηματιών από την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών και τη μείωση της συμμετοχής του κράτους στη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.
Την ίδια στιγμή δημιουργεί το «μητρώο αγροτών», στο οποίο θα συμπεριλάβει μόνο τους «κατά κύριο επάγγελμα αγρότες», οδηγώντας χιλιάδες μικρομεσαίους καλλιεργητές οι οποίοι συμπληρώνουν το εισόδημά τους με εποχιακά μεροκάματα εκτός παραγωγής και στο ξεκλήρισμα. Αυτή η πολιτική θα ανοίξει το δρόμο στους μεγαλοαγρότες αλλά και στις επιχειρήσεις που διαθέτουν καθετοποιημένες μονάδες (από την παραγωγή μέχρι το εμπόριο) στους κλάδους των τροφίμων να καρπωθούν τεράστιες επιδοτήσεις.
Προς την αντίθετη πλευρά, αυτή του κεφαλαίου, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να χορηγήσει 16 δισ. ευρώ από τα προγράμματα ΕΣΠΑ και πάνω από 10 δισ. ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
Από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να αυξήσει το συντελεστή φορολόγησης των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου, που σήμερα βρίσκεται στο 25%, ενώ έχει διακηρύξει τις προθέσεις της να το κατεβάσει στο 20% μέσα στην τετραετία! Παράλληλα, προσφέρει πλήθος φοροαπαλλαγών στις επιχειρήσεις οι οποίες θα επανεπενδύουν τα κέρδη τους.
Στην αντίπερα όχθη, για τους επιχειρηματίες σηματοδότησε νέες επιδοτήσεις, τις οποίες ήδη ετοιμάζεται να μοιράσει το αρμόδιο υπουργείο στους πολυεθνικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στους τομείς της ενέργειας.
Την ίδια στιγμή, σε συνέχεια της προηγούμενης κυβέρνησης, ετοιμάζεται να παραδώσει και τα τελευταία κερδοφόρα τμήματα της δημόσιας περιουσίας, μαζί με ακτές και βουνά, στο μεγάλο κεφάλαιο προς εκμετάλλευση.
Αυτές οι πολιτικές, που προβάλλονται από την κυβέρνηση σαν «αναγκαία» μέτρα για την «έξοδο της χώρας από την κρίση» και τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών και προϋποθέσεων για «νέο γύρο ανάπτυξης», αποτελούν το «όχημα» για να διασφαλίσουν οι κεφαλαιοκράτες τα κέρδη τους, φορτώνοντας τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων.
Οι εργαζόμενοι για πολλοστή φορά καλούνται να «θυσιάσουν» τα δικαιώματά τους. Να αποδεχτούν μέτρα που κάθε άλλο παρά προσωρινά θα είναι, αφού το κεφάλαιο, όταν ανακτήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, δεν πρόκειται να επιστρέψει στους εργαζόμενους τίποτα απ' όσα τους έκλεψε τα περασμένα χρόνια και τους κλέβει και τώρα. Οταν το καπιταλιστικό σύστημα βγει από την κρίση του, θα διαπιστώσουν αφ' ενός την περαιτέρω επιδείνωση της θέσης τους και αφ' ετέρου τη συσσώρευση ακόμα περισσότερου κλεμμένου κοινωνικού πλούτου στα χέρια των κεφαλαιοκρατών.
Αυτή είναι η πραγματικότητα, η οποία αντανακλά τη βασική αντίθεση στον καπιταλισμό, ανάμεσα στο κεφάλαιο και στους εργαζόμενους. Ανεξάρτητα από το πόσα «μοντέλα ανάπτυξης» θα επινοήσει η κάθε κυβέρνηση, η ουσία παραμένει μία: Ο πλούτος θα συνεχίσει να παράγεται από τους πολλούς και θα συνεχίσουν να τον καρπώνονται οι λίγοι. Αυτός είναι ο δρόμος ανάπτυξης που υπηρετούν τα κόμματα του κεφαλαίου. Αυτό το δρόμο ανάπτυξης υπηρετεί και το σύνολο των μέτρων της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, όπως προηγούμενα έκανε η ΝΔ.
Οι οικονομικές διεκδικήσεις των εργαζομένων στον καπιταλισμό, οι κατακτήσεις που μπορούν να αποσπάσουν έχουν «ταβάνι» και στο πλαίσιο της ανελέητης ταξικής πάλης ποτέ δεν είναι εξασφαλισμένες. Αυτό ωστόσο δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι οι εργαζόμενοι και ο λαός πρέπει να περιμένουν το σοσιαλισμό για να εξαλειφθούν τα δεινά τους. Το αντίθετο μάλιστα. Εχουν αντικειμενικό συμφέρον στις σημερινές συνθήκες, σε συνδυασμό με την οικονομική και πολιτική πάλη τους, να διεκδικούν με προωθημένα αιτήματα την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών τους, βάζοντας στην ημερήσια διάταξη της εργατικής λαϊκής πάλης τον άλλο δρόμο ανάπτυξης.
Σήμερα οι εργαζόμενοι οφείλουν να επιστρατεύσουν τη συσσωρευμένη πείρα τους. Να δουν ποιοι κέρδισαν και ποιοι έχασαν όλα αυτά τα χρόνια που ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης θωρακίζεται, ανεξάρτητα από το ποιες διαχειριστικές μορφές παίρνει κάθε φορά. Να απορρίψουν τις αυταπάτες που σπέρνουν τα αστικά κόμματα και οι δυνάμεις του οπορτουνισμού, ότι χωρίς να θιγεί το εκμεταλλευτικό σύστημα και οι δομές του, μπορούν και τα μονοπώλια να κερδίζουν και η εργατική τάξη να ευημερεί.
Οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα έχουν κάθε συμφέρον να απορρίψουν τα «σενάρια» των φιλολαϊκών κυβερνήσεων και να κρίνουν με βάση την καθημερινότητά τους τι σηματοδότησε η εναλλαγή των εταίρων του δικομματισμού για τη ζωή τους. Ο δρόμος για μια ανάπτυξη προς όφελος της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που τους υπόσχονται οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης και οι ΣΥΝοδοιπόροι τους.
Περνάει μέσα από την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τη μετατροπή τους σε λαϊκή περιουσία, υπό κοινωνικό εργατικό έλεγχο. Από τους τομείς της βιομηχανίας και της ενέργειας, μέχρι αυτούς του χρηματοπιστωτικού συστήματος, των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών, του εμπορίου. Γιατί μόνο τότε οι εργαζόμενοι μπορούν να καρπωθούν τον τεράστιο πλούτο που παράγουν.
Ο άλλος δρόμος ανάπτυξης περνάει μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό μιας αγροτικής οικονομίας, που θα έχει ως βάση της τον παραγωγικό συνεταιρισμό δίπλα στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή και θα εξασφαλίζει φτηνά και ποιοτικά προϊόντα για τη λαϊκή οικογένεια. Προϋπόθεση για την κατάκτηση αυτού του άλλου δρόμου ανάπτυξης είναι η ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων. Μια τέτοια προοπτική θέτει σήμερα επιτακτικά το καθήκον στην εργατική τάξη να μπολιάσει με τους καθημερινούς της αγώνες το ζήτημα της εξουσίας.
Η ολοένα και μεγαλύτερη πολιτικοποίηση της πάλης είναι αυτή που πιο αποτελεσματικά θα συνδέει το ειδικό με το γενικό και θα διαμορφώνει τις συνθήκες που είναι αναγκαίες για τη συγκρότηση της κοινωνικής συμμαχίας εργατών, φτωχομεσαίων αγροτών, αυτοαπασχολούμενων. Για τη συγκρότηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, που θα παλέψει και θα κατακτήσει τη λαϊκή εξουσία, θα οργανώσει τη λαϊκή οικονομία.