Εργο γραμμένο στις αρχές του αιώνα, έργο κοινωνικού κριτικού ρεαλισμού (που θυμίζει Ιψεν και Μπέρναρ Σω), με το οποίο ο Στέιτον τόλμησε να καταγγείλει τα αδυσώπητα οικονομικά παίγνια, τον κυνισμό, τον ανδροκρατικό αυταρχισμό, τον πουριτανισμό, την υποκρισία, την κοινωνική αναλγησία της μεγαλοαστικής τάξης, της ισχυρής, αποικιοκρατικής, θαλασσοκρατόρισσας Βρετανικής «Αυτοκρατορίας». Θεματικό επίκεντρο του έργου είναι το απάνθρωπο βρετανικό μεγαλοεφοπλιστικό κεφάλαιο, που για μεγαλύτερο πλουτισμό του με την είσπραξη της ασφάλειας και αγορά κι άλλων καραβιών, εν ψυχρώ, έστελνε τα σαπιοκάραβά του στο βυθό, αδιαφορώντας για το θάνατο των ναυτικών και επιβατών. Με τέτοια, ακριβώς, εγκλήματα δε γιγαντώθηκε και το μεγάλο ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο; Ενα τέτοιο έγκλημα δεν είναι το βαθύτερο αίτιο της τραγωδίας του «Σαμίνα»; Και μήπως κάθε αληθινά μεγάλη τραγωδία, και κάθε μεγάλη «ύβρις», δεν καταλήγει σε μια «θεία Δίκη», σε κάποια «δι' ελέου και φόβου» κάθαρση; Τι άλλο, βαθύτερο από κάθαρση, είναι η «θεία Δίκη», ο θάνατος του πρωταγωνιστικού ρόλου, του εφοπλιστή Ντάνβερς, μετά το προδιαγεγραμμένο ναυάγιο του σαπιοκάραβού του, με το οποίο κινδύνεψε να πνιγεί και ο μοναχογιός του; Τι άλλο, βαθύτερο από κάθαρση, είναι το τέλος του εφοπλιστή Σφηνιά;
Από το νερό άρχεται η ζωή. Στη «μνήμη» των υδάτων της θάλασσας, των ποταμών και της βροχής ενυπάρχουν τα κύτταρα όλων των έμβιων οργανισμών, με αυτήν αναπαράγονται, τρέφονται και πεθαίνουν. Τη «μνήμη» του αμνιακού υγρού που τον κυοφορεί «κουβαλά» όσο ζει και ο άνθρωπος. Οσο κι αν δεν το συνειδητοποιεί ο άνθρωπος, όσο κι αν το αρνείται, μένει πάντα δεμένος με τον ομφάλιο λώρο της μήτρας που τον γέννησε. Η μάνα του θα είναι πάντα η ακαταμάχητη «μνήμη» της ύπαρξής του, των συναισθημάτων, του χαρακτήρα, του ψυχισμού του, ακόμα και του «δρόμου» που χαράσσει για τη ζωή του. Αυτός είναι ο νοηματικός και θεματικός «πυρήνας» του έργου «Η μνήμη του νερού» της Σίλα Στίφενσον. Ενα ενδιαφέρον, έξυπνα, και ευρηματικά γραμμένο έργο, στοχαστικής πρόθεσης και δραματικής κατά βάθος διάθεσης, παρά τη φαινομενικά ανάλαφρη επιφάνεια της πλοκής, του χιούμορ - πικρού χιούμορ - και των έξι προσώπων του.
Τα τρία κύρια πρόσωπα είναι γυναίκες. Τρεις αδελφές, με τη δική της ζωή η κάθε μια, με το «βάσανό» της η κάθε μια, με το χαρακτήρα της η κάθε μια, μετά το θάνατο της μητέρας τους από τη νόσο Αλτσχάιμερ, τη νόσο που παραλύει τη μνήμη, συναντιούνται στο σπίτι της για να ετοιμάσουν την κηδεία της. Η συνάντησή τους, ο ομολογημένος ή ανομολόγητος πόνος τους για το χαμό της μάνας τους, η συναίσθησή τους για τη νιότη τους που φεύγει, για το τέλος που έρχεται, για την έλλειψη λίγο - πολύ μιας κάποιας ευτυχίας, η λαχτάρα τους να γεννήσουν ένα παιδί, ξυπνούν τη «μνήμη» της ζωής της μάνας τους και της δικής τους. Των συναισθημάτων τους, των διαφορών και συγκρούσεών τους, των ενοχών τους απέναντι στη μάνα. Το ξύπνημα της κυτταρικής «μνήμης» είναι το μόνο που μπορεί να τις «ξαναδέσει» συναισθηματικά, να παρηγορήσει με τους αδελφικούς δεσμούς τις πίκρες, τα κενά, τις μικρές ή μεγάλες πληγές τους.
Η σκηνοθεσία της Νικαίτης Κουντούρη, ευρηματικά, εύστοχα, με γοργούς ρυθμούς, υπογράμμισε αισθαντικά το δραματικό ψυχαναλυτικό υπόβαθρο του έργου με μια αντίστροφη μέθοδο, με την υπόκρυψή του, ολοφάνερα όμως, κάτω από το χιούμορ, και τις φαινομενικά κωμικές καταστάσεις και απέσπασε και τέσσερις πολύ καλές ερμηνείες. Από τη δυναμική (υποκριτικά και τεχνικά) Καρυοφιλιά Καραμπέτη, την ταλαντούχα, ευλύγιστη υποκριτικά, άμεση και φυσική Μπέση Μάλφα και τη «νευρώδη» και εκφραστική Ιφιγένεια Αστεριάδη, και τη Σοφία Σεϊρλή που ερμηνεύοντας τη νεκρή μητέρα ισορρόπησε εξαιρετικά το ζωικό χιούμορ με την απόμακρη «παρουσία» της στη μνήμη των θυγατέρων της. Αντίθετα αμήχανο και συμβατικό ήταν το παίξιμο των Στάθη Κακαβά και Πέρη Μιχαηλίδη. Στρωτή η μετάφραση της Μαριλένας Παναγιωτοπούλου και εξυπηρετικό το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα.