Κυριακή 4 Ιούλη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο Χάρος

Παπαγεωργίου Βασίλης

Θα 'μουν γύρω στα οκτώ μου χρόνια όταν τους είδα για πρώτη φορά. Οι φίλοι μου φώναζαν χαρούμενοι απ' το καινούριο γεγονός πούδινε στη γειτονιά μια ιλαρότητα, θυμίζοντας τις γιορτές των αποκριών.

-- Οι Αμερικάνοι, οι Αμερικάνοι, ήλθαν οι Αμερικάνοι, τρεχάτε... κι έτρεχαν πίσω από μια ομάδα ναυτών που κρατούσαν σάκους και λουστραρισμένα ρόπαλα. Τραβούσαν προς τη Σχολή Δοκίμων εκεί που κατέληγε ο μόνος ασφαλτοστρωμένους δρόμος, η Λεωφόρος Χατζηκυριακείου. Στον αριθμό 98 βρισκόταν το κουρείο του πατέρα απ' όπου παρατηρούσα και μάθαινα τη ζωή που κυλούσε μπροστά μου σα θίασος θεατρικός που έπαιζε τσάμπα, χωρίς εισιτήριο, καθημερινά ένα μεγάλο έργο που κρατούσε όλη τη μέρα. Το κουρείο όμως ήταν και η φυλακή μου, αφού ήμουνα δεμένος μαζί του, όταν έφευγα από το σχολείο. Βοηθούσα τον πατέρα. Σκούπιζα, άσπριζα το πεζοδρόμιο, ξεσκόνιζα, έπλενα τα δοχεία για το ξύρισμα, έφτιαχνα κολώνιες, έτριβα σαπούνι κι έβγαζα τα νερά κάτω από το νεροχύτη και τα πετούσα απέναντί μας στους βράχους του ορφανοτροφείου, του Χατζηκυριάκειου που ονομάτιζε κι όλη τη γειτονιά από τον ευεργέτη Χατζηκυριάκο, όπως μου εξήγησε κάποτε ένας πελάτης στο μαγαζί μας.

Από πού, λοιπόν, ξεφύτρωσαν οι Αμερικάνοι δεν ήξερα τότε. Τους έβλεπα να περπατάνε, χορεύοντας σχεδόν, ειδικά οι μαύροι, να μασάνε τσίχλες, να παίζουν με τις μπαλίτσες του μπέιζ μπολ, να μας πετάνε σοκολάτες, καραμέλες και τσιγάρα. Ηταν στα μάτια μου λαμπεροί, γιορτινοί, ατσαλάκωτοι, ιδίως, αν τους σύγκρινα με τους πελάτες και τους φίλους του πατέρα που όλοι τους, εργάτες του λιμανιού, οικοδόμοι, μικροπωλητάδες φορούσαν κάτι λερά μπαλωμένα ρούχα από αλατζά και τραγιάσκες όλο λεκέδες.

Τους έβλεπα μπρος από το μαγαζί χωρίς και να μπορώ ν' ακολουθήσω τη φιλική μαρίδα πούτρεχε πίσω τους. Το καθήκον βλέπεις μ' όριζε να μένω βιδωμένος στο μαγαζί. Μάθαινα όμως για τις τρέλες των Αμερικανών από τους φίλους μου την άλλη μέρα το πρωί στο σχολείο.

-- Να τους έβλεπες να τρέχουν στο γήπεδο.

-- Βρε, σαν τρελοί κάνανε.

-- Τι παίζουν, ποδόσφαιρο;

-- Ρε, συ Γιάννη τι ποδόσφαιρο, αυτοί κρατούσαν μια ματσούκα σα ρόπαλο και πάσχιζαν να χτυπήσουν μιαν άσπρη μπαλίτσα, και μου 'δειχναν ένα μπαλάκι άσπρο με ραφές.

-- Να, σαν κι αυτήν. Τις μαζεύαμε σαν τις πετούσαν με το ρόπαλο ψηλά πάνω από τη μάντρα της Σχολής.

-- Και γκολ, δε βάζουν γκολ;

-- Μωρέ, τι γκολ, αυτοί τρέχουν γύρω γύρω πατώντας κάτι μαξιλαράκια πούχαν αφήσει στις γωνίες του γηπέδου. Τρελοί σου λέω για δέσιμο.

-- Υστερα άνοιγαν κάτι κασέλες κι έπιναν μαύρες, αμέτρητες μπύρες, πού τη βάζανε τόση μπύρα, και τόριχναν στο χορό με τη συνοδεία μουσικής από τα ραδιόφωνα που κουβαλούσαν μαζί τους. «Βρε τους Αμερικάνους» σκεφτόμουν όλο περιέργεια. «Μα από πού ξεφύτρωσαν;». Το ερώτημα δε λυνόταν. Ούτε οι συμμαθητές μου ήξεραν να μου απαντήσουν.

-- Πού να ξέρουμε από πού μας κουβαλήθηκαν, οι σοκολάτες τους πάντως είναι όλο γλύκα, αμερικάνικη γλύκα όχι σαν τις δικές μας του Παυλίδη.

-- Και τσάμπα, αυτό πού το βάζεις;

Μ' αυτά και μ' αυτά περνούσαν οι μέρες. Τότε από το πόστο μου στο μαγαζί πάνω απ' τα χαμηλά σπίτια έβλεπα ένα κομμάτι του λιμανιού, τη Σχολή Δοκίμων και το Σαρωνικό με βάθος τη Σαλαμίνα. Ενα θέμα καθημερινό, όλο φως, χρώματα και μουσική από την ταβέρνα του Γιάκουμου που το ραδιόφωνο, μα και το γραμμόφωνό του δε σταματούσαν ποτέ. Το είδα πίσω από τη Σχολή. Επιβλητικό, σημαιοστολισμένο ν' αργοκυλά πάνω στα ήσυχα νερά της θάλασσας. Τέτοιο καράβι δεν είχα ξαναδεί. Μπρος του όλα τ' άλλα του λιμανιού ήσαν σαράβαλα, σκουριασμένα παλιοσίδερα. Είχε ένα μολυβί αστραφτερό χρώμα κι η τσιμινιέρα του έβγαζε έναν καπνό λευκό σαν τα γένια των αγίων πούβλεπα στις εικόνες της εκκλησιάς μας, του Αγίου Νείλου. «Ονομα που το βρήκε κι αυτός ο έρμος άγιος», σκέφτηκα, όταν στη Γεωγραφία μάθαινα τους ποταμούς του κόσμου.

Καθώς το περήφανο στενόμακρο πλοίο με την πλώρα του ίδια με αιχμή δόρατος, έμπαινε στο λιμάνι ακούστηκαν φωνές. Γυναίκες, παιδιά, γέροντες κοιτούσαν τρέχοντας προς το λιμάνι μέσα από τον παραγκομαχαλά της πλατείας Ζάπα.

-- Ο Χάρος, ο χάρος κραύγαζαν απελπισμένα.

«Ο Χάρος; Ποιος Χάρος;» Σκέφτηκα. Καλά τρελάθηκε ο κόσμος. Δεν έδωσα συνέχεια. Με τριγούνιζε όμως η ερώτηση.

-- Καλέ μαμά γιατί το καράβι το λένε χάρο;

-- Ποιο καράβι; το αμερικάνικο; το πολεμικό αυτό που μας φέρνει τους φωνακλάδες, τους μεθύστακες, τους ναύτες τους;

-- Δεν ξέρω, αυτό πούρθε σήμερα το πρωί.

-- Ετσι το βάφτισε ο κόσμος γιατί έρχεται από την Κορέα. Γνώριζα, πάλι από το μαγαζί, πως είχαμε πόλεμο σε μια μακρινή χώρα που τη λέγανε Κορέα. Τώρα τι ζητούσαμε εκεί τότε δεν ένιωθα. Δε συνέχισα. Δε μου άρεσε να μην καταλαβαίνω.

Δεν πέρασαν όμως πολλές μέρες, ένα - δυο, αν θυμάμαι καλά, κι όλα μου τα ερωτήματα απαντήθηκαν από μόνα τους. Στο δρόμο του σπιτιού μας, οδός Καραΐσκου, εκείνο το μεσημέρι καθώς γύριζα από το σχολείο μου, είδα κόσμο μαζεμένο στης κυρά Αλεμίνας την πόρτα. Φωνές, κλάματα, κραυγές όλο σπαραγμό, με απελπισία να χτυπούν τους τοίχους, τις πόρτες και τα παραθύρια του σπιτιού και να ξεχύνονται στο δρόμο. Ποτέ μου δεν είχα ξανακούσει τέτοιο θρήνο. Ούτε κι όταν κλάψαμε τη γιαγιά μου πριν από δύο χρόνια.

-- Είδες, Γιαννάκη μου, πάει ο Κωσταντής.

-- Ποιος Κωσταντής, μάνα;

-- Της κυρά Αλεμίνας.

-- Μα αυτός είναι στην Κορέα, τι δουλειά έχει εδώ;

-- Τον φέραν χτες με το Χάρο, Γιαννάκη.

-- Με το χάρο;

-- Ναι, παιδί μου, μ' αυτό το καταραμένο καράβι.

Και τότε κατάλαβα από πού έρχονταν οι Αμερικάνοι, μα και «Χάρος» τι σημαίνει.

*Από τις «Ιστορίες του Κουρείου». Ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ