Για τις σχέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος με τη διανόηση, συζήτησαν προχτές όσοι βρέθηκαν στο βιβλιοπωλείο της «Σύγχρονης Εποχής»
Τα συγκεκριμένα ζητήματα βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησης, που διοργάνωσαν προχτές οι Κομματικές Οργανώσεις Δικηγόρων της ΚΟΑ του ΚΚΕ, στο βιβλιοπωλείο της «Σύγχρονης Εποχής». Αφορμή για την εκδήλωση στάθηκε το άρθρο της Ελένης Μπέλλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για τη σχέση του Κομμουνιστικού Κόμματος με τη διανόηση, το οποίο παρουσίασε ο Κύριλλος Παπασταύρου, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Μετά την ομιλία, ακολούθησαν παρεμβάσεις από δικηγόρους που συμμετείχαν στην εκδήλωση.
Ο εισηγητής αναφέρθηκε σε ζητήματα που προκύπτουν από την άμεση ή έμμεση ένταξη τμημάτων μισθωτών επιστημόνων στο κίνημα των εργαζομένων ή και το πλησίασμά τους στο εργατικό κίνημα και ειδικά σε συνθήκες κρίσης.
Ανάμεσα σε άλλα σημείωσε ότι σήμερα, ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης της χρήσης πνευματικής εργασίας και περιορισμού της χειρωνακτικής, μεγαλύτερα τμήματα πνευματικά εργαζομένων εντάσσονται στη μισθωτή εργασία. «Συνεπώς - παρατήρησε - δεν μπορεί να υποτιμηθεί ο ρόλος τους, ενώ η ένταξή τους αυτή γίνεται με υλικούς και ιδεολογικούς όρους που αναπαράγουν τη μικροαστική ιδεολογία».
Ο Κ. Παπασταύρου σημείωσε την ιδιαίτερη σημασία που έχει για το ΚΚΕ η ιδεολογική παρέμβαση σ' αυτά τα τμήματα των μισθωτών επιστημόνων. «Βεβαίως - είπε - η παρέμβαση αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην οικονομική σχέση που διαμορφώνεται από την ένταξη της επιστημονικής εργασίας στην καπιταλιστική παραγωγή. Πρέπει να περιλαμβάνει το ζήτημα της αντιπαράθεσης στο πεδίο της επιστήμης. Απαιτεί, δηλαδή, μια βαθύτερη θεωρητική και ιδεολογική παρέμβαση από τη σκοπιά του Κομουνιστικού Κόμματος.
Για παράδειγμα, τα ζητήματα της αστικής συνταγματικής νομιμότητας και η επιβολή της στην εργατική τάξη, οι ρεφορμιστικές αντιλήψεις για τον εκδημοκρατισμό του αστικού κράτους, είναι ζητήματα που πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης και διαπάλης. Πρέπει να αντιπαλευτεί η αστική αντίληψη για το νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, αυτή δηλαδή που έχουν διδαχτεί οι δικηγόροι μέσα στο αστικό πανεπιστήμιο».
Σε άλλο σημείο, ο ομιλητής αναφέρθηκε στον κομμουνιστή επιστήμονα: «Η ένταξη της επιστημονικής εργασίας στην υπηρέτηση της επαναστατικής προοπτικής είναι αυτό που θα πρέπει να χαρακτηρίζει τον κομμουνιστή επιστήμονα. Είναι, άλλωστε, σημαντική προϋπόθεση η ένταξη του επιστήμονα στο κομμουνιστικό κίνημα να συνοδεύεται και από την αφομοίωση της επιστημονικής αναγκαιότητας του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, αυτό να θεμελιώνει την κατανόηση του ιστορικού πρωτοπόρου ρόλου της εργατικής τάξης.
Σήμερα, το αστικό πανεπιστήμιο δεν μπορεί να ανεχτεί, ούτε να στηρίξει, την μαρξιστικής κατεύθυνσης παραγωγή επιστημονικής γνώσης και μάλιστα υποταγμένης στον επαναστατικό σκοπό του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ενώ, βεβαίως, αξιοποιεί τη λεγόμενη μαρξίζουσα κατεύθυνση, δηλαδή την παραγωγή επιστημονικής γνώσης στη βάση της αναθεώρησης του μαρξισμού και στην υπηρεσία της οπορτουνιστικής στρατηγικής, εγκλωβίζοντας και ενσωματώνοντας το επιστημονικό δυναμικό που είχε έναν ορισμένο μαρξιστικό προσανατολισμό.
Η ένταξη του επιστήμονα και της επιστημονικής του εργασίας στο κομμουνιστικό κίνημα προϋποθέτει λοιπόν τη σύγκρουση με το αστικό πανεπιστήμιο και τον ενσωματωμένο σε αυτό αναθεωρητισμό».
Κλείνοντας, ο ομιλητής ανέφερε ότι ο «συνδυασμός επιστημονικότητας - ταξικότητας αποτελεί βασικό στοιχείο, χαρακτηριστικό του Κομμουνιστικού Κόμματος, εγγύηση για την επαναστατικότητά του και αυτός θα πρέπει να εξασφαλίζεται στο επίπεδο της σύνθεσης, διάταξης του Κόμματος, αλλά και λειτουργίας του.
Η ιστορική πείρα διερευνάται από τη σκοπιά της απώλειας αυτών των δύο στοιχείων ως αιτίας για την τελική απώλεια της επαναστατικότητας των Κομμουνιστικών Κομμάτων στον 20ό αιώνα, όχι μόνο στα κόμματα στον καπιταλισμό, αλλά και στα κόμματα εξουσίας».