Πάνω από τον κάμπο του Αμυνταίου σε ένα πλάτωμα στο ανατολικό Βίτσι όπου το υψόμετρο δείχνει 1.350 περίπου μέτρα, κρυμμένο από το ανθρώπινο μάτι και τους σκληρούς βοριάδες, είναι χτισμένο το πανέμορφο Νυμφαίο. Διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός, ανήκει στο νομό Φλώρινας και μαζί με τα Αμπελάκια Θεσσαλίας, τη Μακρινίτσα Πηλίου, την Οία Σαντορίνης, τον Πάνορμο Τήνου και το Πάπιγκο Ζαγορίου, μετέχει στο Εθνικό Δίκτυο Παράδοσης Πολιτισμού και Κοινοτικού Βίου.
Αθέατο μέχρι την τελευταία στροφή του δρόμου προς τον οικισμό, οι πρώτοι κάτοικοι το είχαν ονομάσει Νιβεάστα - όνομα βλάχικης προέλευσης, που στην αποκλειστικά προφορική λατινογενή γλώσσα έχει τρεις ερμηνείες: «Νύφη» λόγω της ομορφιάς του χωριού και της τοποθεσίας, «αθέατη» (ni vista) πιθανώς διότι βρισκόταν σε σημείο όπου δεν γινόταν εύκολα ορατό και «χιονάτη» ή «όπου μένει το χιόνι» (nives sta). Οταν τα τέλη του 18ου αιώνα οι Νιβεστιάνοι (Νυμφαιώτες) απώθησαν τους Γκέγκηδες επιδρομείς το όνομα σταδιακά μετατράπηκε σε Νέβεσκα, το οποίο στα αρβανίτικα σημαίνει «σαν εμάς δεν έχει» (σι νέβε σκα), αναπαράγοντας την ιαχή των υπερασπιστών, αλλά και «δεν υπάρχει νύφη» (νέβε σκα). Μετονομάσθηκε σε Νυμφαίο το 1928.
Το Νυμφαίο κατά την περίοδο της ακμής του (1700-1910) αριθμούσε 3.000 κατοίκους, κυρίως χρυσικούς, τεχνίτες και εμπόρους ανεπτυγμένους σε ένα μεγάλο και «σοφά» μελετημένο δίκτυο που απλωνόταν από την Κωνσταντινούπολη έως το Αμβούργο και από το Βουκουρέστι έως την Αλεξάνδρεια. Σε κάθε σημαντική πόλη κατά μήκος αυτού του δικτύου υπήρχαν Νιβεστιάνοι. Οι οικογένειες όμως παρέμεναν πάντα στο πατρογονικό χωριό όπου επέστρεφαν νοσταλγοί οι «ξενίτες» φορτωμένοι πλούτο, γνώσεις και δεσμούς για να ξαναφύγουν πάλι. Οι Νιβεστιάνοι έκτισαν περίτεχνα αρχοντικά και ανέπτυξαν υποδειγματικά τον οικισμό του Νυμφαίου κατά τα λαμπρότερα αστικά πρότυπα, δημιουργώντας δρόμους λιθόστρωτους, αποχέτευση, σύστημα δημοσίων κρηνών, φωτισμό με φανοστάτες. Αξεπέραστοι χρυσικοί, βαθύπλουτοι έμποροι του καπνού και του βαμβακιού, οι Νιβεστιάνοι ελέγχουν το καπνεμπόριο της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης φθάνοντας έως την Υψηλή Πύλη και τη Σουηδία, το Λονδίνο, τη Βιέννη, ενώ στην Αίγυπτο ελέγχουν το χρηματιστήριο του βαμβακιού.
Τα χρόνια μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, το Νυμφαίο δεν γλίτωσε από τη «νόσο» της εγκατάλειψης των ορεινών και απομακρυσμένων χωριών της ελληνικής περιφέρειας. Ομως, τα τελευταία 20 χρόνια, το χωριό έχει αναγεννηθεί και αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς αλλά και απόλυτο σεβασμό στην παράδοση και στο περιβάλλον, με ήπιο τουρισμό. Πολλά από τα πέτρινα αρχοντικά του Νυμφαίου έχουν αναστηλωθεί και όσα νέα κτίζονται εναρμονίζονται με αυστηρότητα στην παράδοση, ώστε να μην αλλοιωθεί η γραφικότητα του χωριού.
Με τις οξιές να οριοθετούν την κατοικημένη περιοχή από το παρθένο δάσος, το Νυμφαίο έχει ανακηρυχθεί ένα από τα δέκα ομορφότερα χωριά της Ευρώπης. Ο πιο γοητευτικός περίπατος για το σημερινό επισκέπτη παραμένει η περιήγηση μέσα στο χωριό, όπου περισσότερα από εκατό αρχοντικά ιστορούν την τέχνη λαϊκών μαστόρων του τόπου. Η πρώτη εικόνα που αντικρίζει κανείς μέσα στο χωριό, είναι η κεντρική πλατεία με τα παραδοσιακά εστιατόρια και καφενεία, καθώς και το κατάστημα του γυναικείου συνεταιρισμού, με παραδοσιακά τοπικά προϊόντα: σπιτικά γλυκά, χωριάτικες μαρμελάδες, βότανα και μυρωδικά, λικέρ από φρούτα του δάσους, τραχανά, αλλά και βιβλία για την ωραία Νέβεσκα.
Το αρχιτεκτονικό «σήμα κατατεθέν» του χωριού, με τα εκλεπτυσμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα νεοβυζαντινά διακοσμητικά και το εντυπωσιακό πέτρινο καμπαναριό, αποτελεί η επιβλητική Νίκειος Σχολή. Σήμερα φιλοξενεί εκθέσεις, διαθέτει βιβλιοθήκη και έχει μετατραπεί σε συνεδριακό κέντρο του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.
Ο επισκέπτης του Νυμφαίου μπορεί να περάσει μοναδικές στιγμές τριγυρνώντας στα πέτρινα καλντερίμια του χωριού. Ομως, δυνατές εμπειρίες μπορεί κανείς να ζήσει, εάν «χωθεί» μέσα στα δάση της οξιάς κάνοντας βόλτες με τα πόδια ή επάνω σε όμορφα άλογα, διασχίζοντας το «Μαύρο Δάσος», φτάνοντας μέχρι το χωριό Δροσοπηγή, απολαμβάνοντας τις διαδρομές που διασχίζουν διεθνή ορειβατικά μονοπάτια αλλά και τοπικές διαδρομές.
Το «ραντεβού» με τα ελάφια γίνεται στο πάρκο άγριας φύσης, όπου φιλοξενούνται ελάφια τα οποία αναπαράγονται και απελευθερώνονται στη συνέχεια, σε μια προσπάθεια να μην εξαφανιστεί το είδος. Εκεί υπάρχουν κιόσκια και στέγαστρα για την ξεκούραση των επισκεπτών.
Στο κοντινό χωριό της Αγραπιδιάς, αξίζει μια επίσκεψη στο καταφύγιο του Λύκου, όπου φιλοξενούνται τα αντίστοιχα ζώα.
Το πιο κοντινό υγρό στοιχείο στο Νυμφαίο, είναι οι δυο πανέμορφες μικρές, «άγνωστες» λίμνες της Μακεδονίας, η Ζάζαρη και η Χειμαδίτιδα οι οποίες χωρίζονται με μια στενή λωρίδα γης πλάτους 2 χλμ. περίπου. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές αποτελούν κατάλοιπο της παλιάς Εορδαίας λίμνης. Οι πλησιέστεροι οικισμοί προς τις λίμνες είναι οι κοινότητες Λιμνοχωρίου (εφάπτεται των ακτών της λίμνης Ζάζαρης) και Αναργύρων (ανατολικά της λίμνης Χειμαδίτιδας).
Εκεί οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν τα εκπληκτικά τοπία, να περπατήσουν στην παραλίμνια διαδρομή στη Χειμαδίτιδα και ανάλογα με την εποχή, διοργανώνονται δραστηριότητες όπως κανό, ιππασία, ποδήλατο βουνού κ.ά.. Στις λίμνες υπάρχουν θηλαστικά, αρκετά από τα οποία είναι απειλούμενα, αμφίβια, 141 είδη πτηνών, ερπετά και ψάρια. Την όμορφη εικόνα συμπληρώνουν οι πλάβες (ξύλινες ψαρόβαρκες). Πανοραμική θέα και των δύο λιμνών, έχουμε ανεβαίνοντας προς το Νυμφαίο.