©2010 Fish Head Productions, L |
Τα δυνατότερα σημεία της σουηδικής ταινίας είναι παρόντα: Η κατασκευή των χαρακτήρων, οι στιγμές κλειδιά της ιστορίας, ο αργός υπνωτικός ρυθμός. Ούτε καν το κλίμα δεν άλλαξε ο Ριβς, κάτι που θα σηματοδοτούσε μια πραγματική οπτική αλλαγή, το διατήρησε ηπειρωτικό, ίσως γιατί οι βρικόλακες συνδέονται κυρίως με τις κουλτούρες του βορρά. Για όσους έχουν δει το φιλμ του Αλφρεντσον, το, σχεδόν αντίγραφο ριμέικ του Ριβς, το ταυτισμένο με το σουηδικό πρωτότυπο, φαντάζει ετερόφωτη κόπια, χωρίς προσωπικότητα. Το χειρότερο δε είναι ότι τα αμερικανικά ριμέικ, τα οποία λόγω γλώσσας και δικτύωσης διαθέτουν πολλαπλάσιες δυνατότητες διείσδυσης στην παγκόσμια αγορά, με το που αντιγράφουν κατά γράμμα την καλή δουλειά άλλων σκηνοθετών, σφετερίζονται δάφνες που δεν τους ανήκουν.
Στο ριμέικ του Ριβς έγιναν και κάποιες επιπλέον προσθαφαιρέσεις. Η μεταμόρφωση της Αμπι π.χ. όταν περνά στην βαμπίρ της υπόσταση, η σχέση με τον πατέρα της, η εμφάνιση του ρόλου του αστυνομικού που δομικά υποστηρίζει αφηγηματικές διεξόδους, «αλφαδιάζοντας» το νήμα της ίντριγκας. Διάσπαρτα και άλλα στοιχεία που λειτουργούν σαν «σημαδούρες». Η μουσική π.χ. αλλάζει χαρακτήρα και με σχεδόν ενοχλητικά κρεσέντο προετοιμάζει κάθε επικείμενη σημαντική τροπή, κυρίως όταν η βαμπίρ Αμπι ετοιμάζεται να επιτεθεί και να δολοφονήσει τα θύματά της, ρουφώντας τους το αίμα. Μορφικά η ταινία διαθέτει αξιόλογη αισθητική και ατμόσφαιρα ποιητικού μυστηρίου, με ιδιαίτερα όμορφη φωτογραφία και τόλμη στην προσέγγιση του θέματος και στην υπέρβαση των κανόνων που διέπουν το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος. Βέβαια, θα ήταν πολύ καλύτερα αν το αμερικανικό ριμέικ είχε απομακρυνθεί από το πρωτότυπο και αντιμετώπιζε μεταφορικά αυτήν την ιστορία για τα βάσανα της εφηβείας. Υπό το παρόν πρίσμα τα όρια μεταξύ μιας καλής ιστορίας και μιας αποτυχημένης μεταφοράς εξακολουθούν να είναι δυσδιάκριτα.
Παίζουν: Κόντι Σμιτ-Μακ Φι, Κλόι Μόρετς, Ρίτσαρντ Τζένκινς, Κάρα Μπουόνο, Ελίας Κοτέας κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Βρετανία (2010).