Κυριακή 13 Φλεβάρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
15 Δεκέμβρη όπως τότε...

Γρηγοριάδης Κώστας

Ηταν μια χειμωνιάτικη μέρα. Ψιλόβροχο και παγωνιά πήρε στο κατόπι τη μεγάλη διαδήλωση που ξεκίνησε από την Ομόνοια με κατεύθυνση το Σύνταγμα. Στην κεφαλή της πορείας οι μουσικοί με ξυλιασμένα τα χέρια προσπαθούσαν να τιθασεύσουν τα φάλτσα που με αυθάδεια εισχωρούσαν στα εμβατήρια. Μπροστά μου πορεύονταν ένα μπλοκ που είχε σχηματίσει το νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων. Στο τέλος του οι νοσοκόμες είχαν πιαστεί αλαμπρατσέτα και καθώς προχωρούσαν με συντονισμένα βήματα φώναζαν τα συνθήματά τους. Σ' αυτή τη γραμμή ήταν μια νοσοκόμα που από την πρώτη στιγμή που με είδε δεν ξεκόλλαγε από πάνω μου το ερευνητικό βλέμμα της. Ενιωθα αμήχανα, καθώς όλο γύρναγε το κεφάλι και με κοιτούσε, αδιαφορώντας για τη συντρόφισσα που συνόδευα.

-- Της θυμίζω κάτι... μήπως της άναψε κανά ερωτικό λαμπάκι, μονολόγησα και κοίταξα κλεφτά τη συντρόφισσά μου που προχωρούσε ανυποψίαστη.

Με βήμα σημειωτόν και πολλά συνθήματα προχωρούσαμε καθώς η σκηνή επαναλαμβάνονταν, μάλιστα κάποια στιγμή η ξανθιά νοσοκόμα σκόνταψε και γυρίζοντας νόμισα ότι μου χαμογέλασε. Το πράγμα σοβάρευε. Κοίταξα την καλοστημένη κορμοστασιά της κι έκανα μια τελευταία προσπάθεια να τη συνδέσω με το παρελθόν. Τίποτε, τίποτε εντελώς.

-- Ενα φλερτ δύο ηλικιωμένων σε διαδήλωση, είπα στριφνά και σχεδόν βίαια παρέσυρα τη συντρόφισσά μου σ' ένα γρήγορο βηματισμό μέχρις ότου προσπεράσαμε το μπλοκ των νοσηλευτριών.

Μπλεχτήκαμε με τους λιθογράφους, τους εργάτες μετάλλου και κει που πήγαινα να ξεφύγω από το νεανικό περιστατικό που μου συνέβη πριν λίγο και φάντης μπαστούνι μπροστά μου η νοσηλεύτρια με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλανά μάτια. Προχωρούσε μπροστά μου ανάποδα και με κοιτούσε χαμογελώντας. Κάποια στιγμή, μου φώναξε:

-- Είστε ο κύριος τάδε;

-- Είμαι, της απάντησα και από την περιπαιχτική οικειότητα που έβγαινε από τα βαθυγάλανα μάτια της, ένιωσα μέσα μου ένα απροσδιόριστο σκίρτημα.

-- Γέρασα τόσο; Φώναξε με φανερή την απογοήτευση στο πρόσωπό της και συνέχισε να περπατά μπροστά μου με την όπισθεν.

-- Οχι εσείς ...εγώ, είπα και ένιωσα που κάτι τρεμούλιαζε στο τούνελ του χρόνου μου.

-- Είμαι η Κατερίνα Κιτσαντά του Ευαγγέλου και συ το καθαρματάκι του Τσαβαλοχωριού.

-- Ω Κατερίνα μου, είπα και τα μάτια θόλωσαν καθώς έπεσα πάνω της και τη φιλούσα.

Να συναντιέσαι ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια με την αγαπημένη της παιδικής ηλικίας σε μια διαδήλωση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων ήταν απίστευτο... Κι όμως, εγώ κρατούσα στην αγκαλιά μου την Κατερίνα Κιτσαντά του Ευαγγέλου...

Από τη Βουλή, ακούγονται εκπυρσοκροτήσεις και τα περιστέρια πετούν πάνω μας αλαφιασμένα.

Καθίσαμε σ' ένα παγκάκι στο Ζάππειο και το μυαλό μου αράδιαζε ολοζώντανες τις μνήμες...

Πρέβεζα 1959: Εχουν περάσει δέκα χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και η βροχή συντροφεύει μέρα νύχτα τη θλίψη των ανθρώπων. Η νικημένη γειτονιά μας το Τσαβαλοχώρι είναι χωρίς ηλεκτρικό φως, ποτάμια λάσπης οι δρόμοι κι από τα σπίτια λείπουν οι πιο πολλοί άντρες. Τώρα τα σοκάκια, οι αλάνες και η μεγάλη ντάπια ελέγχεται από την συμμορία των ξυπόλητων πιτσιρικάδων που έχει το αρχηγείο της σε μια εγκαταλειμμένη καρότσα φορτηγού. Από κει παίρνονται οι αποφάσεις για τις επιδρομές στα μποστάνια, στις πορτοκαλιές και τους κήπους που μας εξασφάλιζαν το καθημερινό συσσίτιο. Αφού γέμιζαν οι κοιλιές με μούρα, κορόμηλα, πορτοκάλια κι ό,τι άλλο φρούτο υπήρχε, άρχιζε η σκληρή καθημερινή άσκηση με τα σπαθιά, τις σαΐτες και τις σφεντόνες.

Αρχηγός του Τσαβαλοχωριού, αρχηγός μας είναι ο Δημητράκης, το πέμπτο παιδί ενός αντάρτη εξόριστου στη Μακρόνησο. Αυτός μας παρέσερνε με το θάρρος και τον ενθουσιασμό του και μας οδηγούσε από νίκη σε νίκη. Μάχες, μάχες και η επιστροφή με το τραγούδι και τα κεφάλια ανοιγμένα, χέρια πόδια ματωμένα κι όλα σκεπασμένα με την κόκκινη λάσπη που έσφιγγε σα θηλιά γύρω από το λαιμό τη γειτονιά μας.

Στην τάφρο που περιβάλλει το κάστρο του Αγι' Αντρέα, εκεί που έγιναν λυσσώδεις και φονικές μάχες του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ συγκεντρωθήκαμε πάνοπλοι με λάστιχα τόξα και σπαθιά για ν΄ αντιμετωπίσουμε τη γειτονιά των Κάμελ.

Παρότι είχα υποσχεθεί στην Κατερίνα τη γειτονοπούλα, το πρώτο μεγάλο αίσθημα, πως δεν θα ξαναπολεμούσα αυτή η μάχη με τραβούσε σα μαγνήτης, οι Κάμελ έπρεπε να πάρουν ένα γερό μάθημα. Ενιωθα άσχημα, έβγαινα από λόγο αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Πράγματι, αυτή η μάχη ήταν η μητέρα των μαχών. Δεν έμεινε κανείς χωρίς τραύμα κι όταν η μάχη έφτανε στην κορύφωσή της ακούστηκε από το ύψωμα η φωνή.

-- Ο Χαρίλαος παραδόθηκε.

Οι Καμελ το έβαλαν στα πόδια και μεις τους πήραμε στο κατόπι ουρλιάζοντας.

Είδα το Δημητράκη να σέρνει το νικημένο Χαρίλαο και τίποτ' άλλο. Ολα έφερναν γύρω.

Την άλλη μέρα πρωί πρωί, όπως συνήθως, περίμενα την Κατερίνα να πάμε μαζί στο σχολείο, για να πάρουμε στο κυπελάκι το σκονόγαλο και το κίτρινο τυρί. Βέβαια, είχα τα χάλια μου, το πόδι μου ήταν φασκιωμένο μ' ένα κομμάτι από παλιό σεντόνι και ένα άλλο περασμένο από τη μασέλα ως την κορφή του κεφαλιού που πίεζε σφιχτά ένα μεταλλικό δυοδίκαρο που ήταν στην κορυφή ενός θηριώδους καρούμπαλου. Εκεί με είχε βρει η αδέσποτη πέτρα που είχε εκτοξευθεί από άγνωστο αποστολέα τη μεγάλη στιγμή του θριάμβου.

Η εικόνα μου πρέπει να ήταν πολύ αστεία, η Κατερίνα όμως δε γέλασε. Ούτε με χαιρέτησε, με προσπέρασε αφήνοντας σε μένα κατάπληξη και πόνο. Ετρεξα ξοπίσω της κουτσαίνοντας

-- Κατερίνα, Κατερινάκι, μίλα μου, πες μου κάτι, μάλωσέ με, όχι έτσι, η μουγκαμάρα κάνει τα πόδια μου και τρέμουν - τέτοια έλεγα κι όταν σταμάτησε έξω από το μανάβικο του Λαμπράκη η «Ματωμένη καρδιά».

-- Δε θα σου ξαναμιλήσω ποτέ, είπε και μπήκε τρέχοντας στο προαύλιο του σχολείου.

Από κείνη τη μέρα έγινα σκιά της, έκανα ό,τι μπορούσε να φανταστεί ο νους μου, προκειμένου να κερδίσω ένα βλέμμα συμπάθειας, ένα νεύμα συγκατάβασης. Αποτυχία και απογοήτευση. Κάθε που με συναντούσε γίνονταν πιο ψυχρή κι από την πέτρα. Και γω ένιωθα πως έχασα τα πάντα, οι μέρες και οι νύχτες μου μια δυστυχία που όλο μεγάλωνε.

Μες στην απελπισία μου αναγκάστηκα να πω το πάθημά μου στον Τσίλια τον Αλοίθωρο και να ζητήσω τη συμβουλή του. Τσίλιας στο Τσαβαλοχώρι εσήμαινε κύρος, μέγας καρδιοκατακτητής και περί τα συναισθηματικά ογκόλιθος μέγας.

Ο Τσίλιας στο πι και φι έκανε τη διάγνωση πως επρόκειτο περί μαύρης μαγείας και μου πρότεινε τον τρόπο που θα 'σπαγα το μαγικό κλοιό της αδιαφορίας που είχαν ρίξει την Κατερίνα οι άγνωστοι ανταγωνιστές μου.

-- Σίγουρα Τσίλια;

-- Σίγουρα, είπε ο Τσίλιας κι εγώ, αφού τον αποζημίωσα με μια χούφτα κορόμηλα, έφυγα να βρω τα μαγικά σύνεργα.

Πήρα μια μεγάλη πρόγκα και αφού περίμενα να νυχτώσει πλησίασα τον τοίχο του σπιτιού της. Να βρέχει κατακλυσμός, αστραπές κεραυνοί να πέφτουν ένα γύρω τριγύρω και γω με την πρόγκα να χαράζω Κ.Κ.Ε σ' αγαπώ. Τα κατάφερα, έκανα πίσω σκούπισα το πρόσωπο με το μανίκι και με νέα δύναμη χάραξα μια καρδιά τρυπημένη από βέλος. Το να γράψω τα αρχικά του ονοματεπώνυμου της Κατερίνας πολύ με είχε απασχολήσει αν έγραφα ΚΚ δηλαδή Κατερίνα Κιτσαντά μπορούσε να εισπράξει το σύνθημα η Κατερίνα του Καλαθά που έμενε πιο πάνω. Αρα έπρεπε να προσθέσω στα αρχικά του ονοματεπώνυμου το αρχικό του ονόματος του πατέρα της. Αυτό ήταν και δεν χωρούσε αμφισβήτηση, αποδέκτης η Κατερίνα Κιτσαντά του Ευαγγέλου.

Ξημερώνοντας η Κυριακή με βρήκε σκαρφαλωμένο κι ακίνητο σα χαμαιλέοντα πάνω στο βρωμόδεντρο που ήταν απέναντι από το σπίτι της. Πέρασαν κανά δυο ώρες κι άκουσα φωνές από την κάτω μεριά του δρόμου. Ανεβαίνω ένα κλαρί ψηλότερο και βλέπω ένα απόσπασμα ένοπλων χωροφυλάκων με επικεφαλής το χοντρό ανθυπασπιστή Κουτρούμπα το όνομα, να αναπτύσσεται γύρω από το σπίτι της Κατερίνας. Κοιτούσαν το σύνθημα που είχα γράψει για την Κατερίνα κι έβριζαν. Ο ανθυπασπιστής κατακόκκινος έβριζε θεούς και δαίμονες κι εγώ κοιτούσα κι άκουγα χωρίς να καταλαβαίνω τίποτε. Ολα όσα γίνονταν, με αιτία τα αρχικά της αγαπημένης μου φαίνονταν μια τρέλα, ένιωθα την οργή να χτυπάει στ' αυτιά μου σα ταμπούρλο. Τι μπορούσε να κάνει τους μπασκίνες να χτυπάνε με τους υποκόπανους των όπλων τα γράμματα που είχα χαράξει στον τοίχο;

-- Α, ρε Τσίλια τι μου 'κανες, μονολογούσα καθώς έβλεπα να πέφτουν οι σοβάδες.

Σα βράδιασε, κατέβηκα απ' το βρωμόδενδρο και προσεκτικά μπήκα στους καλαμιώνες που ήταν το αρχηγείο μας. Το αρχηγείο της γειτονιάς του Τσαβαλοχωριού ήταν μέσα σε μια σάπια καρότσα φορτηγού σκεπασμένη με καλάμια.

Επρεπε κάποιος να μου εξηγήσει τι ακριβώς συνέβαινε κι αυτός ήταν μόνο ο αρχηγός. Μπήκα στην καρότσα και βρήκα τον αρχηγό μας το Δημητράκη.

Δεν ήξερα πώς να το πω κι έμενα αμίλητος, ο Δημητράκης με άφηνε χωρίς να ρωτάει.

-- Αρχηγέ, του λέω κομπιαστά, εγώ το έγραψα.

Αυτός άφησε από τα χέρια του το τόξο που σκάλιζε και με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα. Σηκώθηκε όρθιος και τα κεριά που φώτιζαν το αρχηγείο τρεμόσβησαν. Κοίταγα τον αρχηγό τρέμοντας κι ήθελα να του πω κι άλλα, για την Κατερίνα, για τη συμπεριφορά της, για τον καημό μου.

Ο Δημητράκης όμως με είχε αγκαλιάσει και ίσα που πρόλαβα να τον ρωτήσω:

-- Εκανα καλά αρχηγέ;


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ