Ομως, μωρέ σύντροφοι, ένα δε συνήθισα κι ούτε πρόκειται δηλαδή, απ' όλα αυτά που ακούω κι είναι απ' τα ελάχιστα, όπως ζητήματα υγείας, που όποτε μπορώ διεκπεραιώνω, μεσολαβώ, γκαρίζω, απειλώ, ακόμα και ζητιανεύω χωρίς καμιά τύψη και με πολύ πάθος: Να σε παίρνει ο άλλος τηλέφωνο και να παρακαλάει να βρεις έναν τάφο κάπου κοντά ή έστω παραδίπλα εκεί που έζησε ο προσφιλής του, γιατί δεν υπάρχει χώρος, γιατί δεν έχει ιδιόκτητο πανάκριβο τάφο, τον και επιλεγόμενο οικογενειακόν... κι ακόμα χειρότερα γιατί δεν έχει ούτε το ψυχικό σθένος, ούτε και τα χρήματα να κρατήσει στο ψυγείο το πτώμα της μάνας του, του πατέρα του, του - φρίκη - παιδιού του. Ναυτία με πιάνει. Βλέπεις τον κόσμο να σπαράζει για να ζήσει, να ματώνει για τ' αυτονόητα, να χύνει ιδρώτα για να ταΐσει τη φαμίλια του, να δανείζεται μέχρι τα μπούνια για ένα χωράφι, ένα σπίτι ή και να πληρώσει το ηλεκτρικό, το γιατρό, το γάλα του παιδιού κι ύστερα από τόση απέραντη μάχη και συζήτηση για την ταξική πάλη και την αιχμαλωσία της ζωής του στο σύγχρονο κόσμο, να θέλει μέσο, ρουσφέτι, γνωριμία, γινάτι για την προσωρινή όσο και αιώνια ταφική ιδιοκτησία...
Εχει κι ένα συμβολισμό, που να με πάρει, η ταφή. Δικαιολογεί, στηρίζει και φωτίζει εκείνο το στίχο «λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί» ή ακόμα κι εκείνες τις εικόνες του ξεριζωμού με τα κόκαλα τυλιγμένα πρόχειρα σ' ένα πανί για να φυτευτούν κάπου που η μνήμη αντέχει να 'χει μέλλον κι ίσως νόημα εκείνο το δικό μας, αλλά τελικά κι ολονών «απ' τα κόκαλα βγαλμένη»...
Η ταφική ιδιοκτησία δεν μπορεί να είναι ζητούμενο σε πολιτισμένες κοινωνίες, όσο σκληρή κι αν είναι η ιδεολογική αντιπαράθεση στη ζωή. Και να σκεφτεί κανείς ότι στη φθαρμένη εποχή μας κάθε μέρα, πηγαίνοντας στο σπίτι μου πηγμένη στις αναλύσεις περί γερμανικού ή μη κεφαλαίου, συναντάω την ταμπέλα που γράφει «προς γερμανικό νεκροταφείο». Γιατί ανεξαρτήτως εθνικότητας το κεφάλαιο την αναγνωρίζει στον εαυτό του όταν εμπορεύεται ως και τους τάφους μας...