Η ταινία κατά βάση είναι πολύ απλή, με αεικίνητη μηχανή και λίγα πρόσωπα. Ραχοκοκαλιά της, ο άγνωστος μέχρι πρότινος γαλάζιος πλανήτης «Μελαγχολία», που αποφάσισε να αφήσει τον κρυψώνα του πίσω από τον ήλιο και να μπει σε τροχιά σύγκρουσης με τη Γη. Η ταινία, πέρα από την εισαγωγή, δομείται σε δύο ισόχρονα κεφάλαια, καθένα φέρει το όνομα μιας εκ των δυο - τόσο διαφορετικών - αδελφών και διέπεται από διαφορετικό τόνο σε αφήγηση και συναισθήματα. Ο φον Τρίερ, για ακόμα μια φορά, εστιάζει στις γυναίκες, την Τζαστίν (Κίρστεν Ντανστ) και την Κλερ (Σαρλότ Γκενσμπούργκ) και παρακολουθεί την τραγική τους πορεία προς το αναπόφευκτο τέλος. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης περιγράφει την «MELANCHOLIA» ως «φιλμ για γυναίκες» ... Στην πραγματικότητα όμως η ταινία έχει να κάνει με τον ίδιο. Το alter ego του φον Τρίερ είναι η Τζαστίν, η οποία, ακριβώς όπως ο σκηνοθέτης, βασανίζεται από βαθιές κι επαναλαμβανόμενες κρίσεις κατάθλιψης, ένα πρόβλημα που οι συγγενείς της εκτιμούν ότι μπορεί να γιατρευτεί με έναν πανάκριβο, «ονειρεμένο» για την επικρατούσα μικροαστική λογική, γάμο.
Το πρώτο μέρος (που θυμίζει την ταινία «FESTEN» του Τόμας Βίντερμπεργκ) ξετυλίγει τη βραδιά του γάμου της Τζαστίν. Μέσα στο ειδυλλιακό περιβάλλον ενός πύργου, που διαθέτει γήπεδο γκολφ με 18 (μάλιστα!) τρύπες και με την απαρέγκλιτη τήρηση όλων των κλισέ του τελετουργικού, παράσταση θεατρική με θεατές τους καλεσμένους, άλλοι ενοχλητικοί κι άλλοι ανυπόφοροι, όλοι τους όμως εκκωφαντικά περιχαρακωμένοι είτε στον ατομικισμό τους είτε στα επιχειρησιακά τους κερδοφόρα σχέδια. Ο μεγαλοαστικών προδιαγραφών γάμος, που απεικονίζεται με παρεμβατικό ρεαλισμό, σουρεαλιστική κλειστοφοβία και κάμερα «αλά Δόγμα», μετατρέπεται σε εφιάλτη. Το νιόπαντρο ζευγάρι που αρχικά μοιάζει ερωτευμένο μέχρι τα μπούνια, με το βάθεμα της νύχτας απομακρύνεται και αποξενώνεται ο ένας από τον άλλον. Η άβυσσος αυτή ανάμεσα στους ανθρώπους είναι δυνατόν να επιφέρει την καταστροφή του κόσμου; Ο φον Τρίερ απαντά καταφατικά, με τα λόγια της Τζαστίν, που είναι ο ρόλος ο πλασμένος κατ' εικόνα και ομοίωση του δημιουργού του: «Η Γη είναι κακή και να καταστραφεί δεν θα λείψει σε κανέναν».
Το δεύτερο κομμάτι της ταινίας εστιάζει στην καταστροφή, που στέκεται σε απόσταση βολής από την ανθρωπότητα, με τον τεράστιο πλανήτη «Melancholia» να βρίσκεται σε μη αναστρέψιμη τροχιά σύγκρουσης με τη Γη. Ο φον Τρίερ υφαίνει εξαιρετικά αυτήν τη δυνητικά «ανόητη» θεματική επιστημονικής φαντασίας στην αφήγησή του, που εδώ εστιάζει στις δύο αδελφές και τον διαφορετικό τρόπο που καθεμιά τους προσεγγίζει την επερχόμενη μέρα της κρίσης. Βέβαια, είναι δύσκολο να μην ερμηνεύσει κανείς τις δυο συμπεριφορές σαν τις δυο πλευρές μιας κλινικής κατάθλιψης που μέσα της χωράει και η βαθιά μελαγχολία και ένας φόβος για το θάνατο που φέρνει τρέλα...
Οι τρεις πρωταγωνίστριες μεγαλουργούν αναδυόμενες από τις εικόνες άπειρης ομορφιάς που σου κόβεται η ανάσα, εικαστικές συνθέσεις που παραπέμπουν στο γερμανικό ρομαντισμό και το στιλ της φλαμανδικής σχολής. Η Κίρστεν Ντάνστ, η Σαρλότ Γκενσμπούργκ και η Σάρλοτ Ράμπλινγκ στους βασικούς ρόλους στηρίζονται απόλυτα από τη σωστή ερμηνεία όλων των υπολοίπων ...
Είναι δύσκολο να περιγράψεις την «MELANCHOLIA». Μπορεί να την δεις και σαν σπουδή στη διανοητική κατάσταση της μελαγχολίας, κι αν θέλετε στην πιο σκοτεινή της έκφραση. Πρόκειται για «φριχτά» όμορφη ταινία, όμορφη με εκείνον τον τρόπο που μόνο τα αυθεντικά μελαγχολικά πράγματα ξέρουν να είναι! Εδώ δε συμβαίνουν πολλά πέρα από την περιγραφή μιας κατάστασης που οδηγεί στην απουσία κίνησης... Το ένστικτο του φον Τρίερ οδηγεί σωστά την αίσθηση που τον διακρίνει για τις λεπτομέρειες και τους υποδόριους τόνους μιας ατμόσφαιρας καταθλιπτικά ήρεμης και σοφιστικέ. Κι ενώ, πάνω κάτω, διαβλέπουμε το τέλος της, η ταινία δεν παύει ούτε στιγμή να μας κυριεύει με την ακατάπαυστα συναρπαστική της σαγήνη. Ταινία μοναδική. Λίγο μονότονη (;)...ίσως ...αλλά: Μοναδική!
Παίζουν: Σαρλότ Ράμπλινγκ, Κίρστεν Ντανστ, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Κίφερ Σάδερλαντ, Ούντο Κίερ, Αλεξάντερ Σκάρσγκορντ, Στέλαν Σκάρσγκορντ κ.ά.
Παραγωγή: Δανία, Σουηδία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία (2011).