Αυτό το κυριακάτικο πρωινό χτύπαγα εγώ τις πόρτες των σπιτιών μιας λαϊκής συνοικίας, της Λαμπρινής. Επαιρνα μέρος στην Πανεξόρμηση για την αύξηση της κυκλοφορίας της εφημερίδας μας.
Κι η συμμετοχή μου στο συνεργείο της ΚΟΒ του «Ρ» είχε μια ξεχωριστή σημασία. Κατάλαβα, για άλλη μια φορά, ότι πέρα απ' την παρουσία στη συνέλευση της κομματικής οργάνωσης, πέρα απ' τις συγκεντρώσεις και τις πορείες, εκείνο που «μετράει» πολύ είναι η προσωπική επαφή με τον κόσμο. Δε διακινείς μόνο «Ριζοσπάστη». Κάνεις κουβέντα με τους ανθρώπους, ακούς τον πόνο τους, τον προβληματισμό τους, δέχεσαι το παράπονο, την κριτική τους. Διαπιστώνεις την εκτίμηση που 'χει ο κόσμος στο Κόμμα μας, καθώς και την απαντοχή, τις ελπίδες που έχει στηρίξει σ' αυτό.
Στιγμές όμορφες, ανθρώπινες, που δεν είναι εύκολο να τις ζήσεις σε άλλες περιπτώσεις. Είναι η συμπεριφορά του κόσμου απέναντι στους κομμουνιστές, η κουβέντα για τα προβλήματα, τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, το ουράνιο, την ακρίβεια, την ανεργία, τις αυξήσεις στο νερό, στο τηλέφωνο, τις συγκοινωνίες.
- «Περάστε να σας φτιάξουμε έναν καφέ...». Ηταν η πρόσκληση της νοικοκυράς που «δεν αντέχει άλλο απ' την ακρίβεια...».
- «Θα πάρω την εφημερίδα σας, γιατί εμείς έχουμε σοβαρά προβλήματα», μου λέει ο κύριος που άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. «Είμαι ξενύχτης. Τώρα γύρισα απ' τη νυχτερινή "βάρδια"... Είμαι υπαστυνόμος και ο πατέρας μου είχε "παραθερίσει" σε πολλά νησάκια... Καταλαβαινόμαστε τώρα...».
Ισόγειο το προσφυγικό με στέγη από «Ελενίτ», ασβεστωμένους γκαζοντενεκέδες με πανσέδες, δαντελένια κουρτινάκια στο παράθυρο. Μ' ανοίγει μια γριούλα:
- Γιαγιά, βλέπεις να διαβάζεις; Να σου δώσω «Ριζοσπάστη»;
- «Οχι "τζιέρι" μου, τον έφερε ο αφέντης μου πρωί - πρωί». Η γιαγιά Μικρασιάτισσα απ' το Τσεσμέ είναι «ψυχούλα»... Με προσκαλεί να μπω σπίτι για να ζεσταθώ λίγο στη σόμπα του πετρογκάζ. Το αρνούμαι.
- Γιαγιά πρέπει να πάω και σ' άλλα σπίτια.
Επιμένει:
- «Ελα να σου δείξω μόνο κάτι». Με πάει κάτω απ' το εικονοστάσι, με το αναμμένο λαδοκάντηλο. Δίπλα στις εικόνες των Αγίων μια φωτογραφία ενός παλικαριού. «Ηταν ο μικρότερος αδελφός μας, μου λέει. Τον σκότωσαν όχι οι Γερμανοί, οι Ελληνες τον σκότωσαν γιατί ήταν κομμουνιστής...».
- «Εμείς ξέραμε τους ΚΝίτες της γειτονιάς μας που βγαίνουν την Κυριακή για «Ρ». Εσείς τόσο μεγάλος άνθρωπος με άσπρα μαλλιά και κάνει και τόσο κρύο»! Ηταν τα λόγια του νεολαίου με το σκουλαρίκι και την αλογοουρά απ' την πρώτη παρέα. Τι να πω;
- Τώρα, είμαι 3,5 ΚΝίτες!! Σε έξι χρόνια, μόλις πατήσω τα 80 θα είμαι 4 ΚΝίτες, ήταν η απάντησή μου. Κοιταχτήκαμε με νόημα στα μάτια, τους έσφιξα το χέρι και βγήκα έξω απ' την καφετέρια.
Ο κόσμος το 'χει ανάγκη το ΚΚΕ. Μας περιμένει να πάμε κοντά του. ΝΑ ΞΑΝΟΙΧΤΟΥΜΕ σύντροφοι!!! Κι οι κυριακάτικες εξορμήσεις για την αύξηση της κυκλοφορίας του «Ρ» είναι μεγάλη ευκαιρία.