Σε ό,τι αφορά στη σκηνοθετική σύλληψη του Βασίλη Παπαβασιλείου, αυτή ευεργετείται με τα υπέροχα, εύπλαστα, γελοιογραφικά, από πάμφθηνο υλικό, «διαλεγόμενα» με τα αισθητικά κινήματα των αρχών του 20ού αιώνα (φουτουρισμός, νταντά, υπερρεαλισμός, κονστρουκτιβισμός) κοστούμια της Μαρί - Νοέλ Σεμέ, τα οποία, με τη συμβολή και το φωτισμό της Ελευθερίας Ντεκώ, κατορθώνουν να «σκηνογραφούν», να γεμίζουν τη χωρίς σκηνικά, «γυμνή» σκηνή. Η εύφορη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού υπηρετήθηκε με τη διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου. Στην παράσταση «ανθοφορεί» το υποκριτικό ταλέντο των έμπειρων αλλά και των νέων ηθοποιών, που αποτελούν τον σχολιάζοντα (εν είδει Παράβασης, όπως ο Χορός στις αριστοφανικές κωμωδίες). Κυρίαρχες και ιδιαίτερα απολαυστικές είναι οι ερμηνείες των Νίκου Χατζόπουλου (έκπληξη η κωμικο-γελοιογραφική μεταμόρφωσή του στο ρόλο του Σπύρου), Νίκου Καραθάνου («τρελαμένος» Κουτρούλης), Μανώλης Μαυροματάκης (λαϊκά χυμώδης υπηρέτης Στροβίλης), Θανάσης Δήμας (εύπλαστος και με αίσθηση του μέτρου κωμικός), Γαλήνη Χατζημιχάλη (εκφραστικότα ξιπασμένη Ανθούσα). Αξιες επαίνου είναι και οι ερμηνείες των Αγγελου Μπούρα, Σωτήρη Τσακομίδη, Μιχάλη Σαράντη, Χριστίνας Μαξούρη, Λαέρτη Μαλκότση, Αλεξάνδρας Αϊδίνη, Αγγέλας Τριανταφύλλου.
Μετά από «ασκήσεις» με μονολόγους, συνετά «δοκιμαζόμενος» στη θεατρική γραφή, ο καταξιωμένος μυθιστοριογράφος Αλέξης Σταμάτης, με τη συνεργασία των Αρη Τρουπάκη και Θοδωρή Χρυσικού, διασκεύασε σε θεατρικό μονόπρακτο το μυθιστόρημά του «Σκότωσε ό,τι αγαπάς». Πρώτο και κύριο επιτυχές αποτέλεσμα της διασκευαστικής συνεργασίας είναι η αμεσότητα, η φυσικότητα, η ψυχογραφική, συναισθηματική ακρίβεια και αλήθεια των διαλόγων, αλλά και το πλάσιμο των δύο προσώπων του έργου. Δυο πρόσωπα, ένας άνδρας, ο ιδεολογικά ανήσυχος Αρης, και μια γυναίκα, η επιτυχημένη πια δικηγόρος Κατερίνα, άλλοτε ερωτευμένοι, απρόσμενα ξανασυναντιούνται, αρκετά χρόνια μετά το χωρισμό τους. Χωρισμός μετά από ένα θάνατο. Μια συνάντηση που δεν τους οδηγεί στην επανασύνδεση, αλλά στο ανασκάλεμα του παρελθόντος τους. Των νεανικών «επαναστατικών» ιδεών και της αντιδικτατορικής δράσης τους. Στο αν πιστεύουν ακόμη στις ίδιες ιδέες ή συμβιβάστηκαν. Ποιος από τους δυο αγάπησε πραγματικά ή όχι τον άλλον. Προπάντων στο «ξύσιμο» της παλιάς, κοινής «πληγής» τους, των υποψιών, της ευθύνης, ίσως και των συνενοχών τους για τον περίεργο θάνατο -σε μια διαδήλωση για την επέτειο του Πολυτεχνείου- του κοινού νεανικού φίλου τους Μιχάλη. Τα κομμάτια και θρύψαλα του νεανικού έρωτα, η μακρόχρονη απόστασή τους, η αλλιώτικη από της νιότης σημερινή ζωή της γυναίκας και το «φάντασμα» του νεκρού, όχι μόνο παραμένουν «πληγή» αλλά και τους απομακρύνουν οριστικά. Μέσα στο ρεαλιστικά λιτό σκηνικό του Θοδωρή Χρυσικού (δικά του και τα κοστούμια), η σκηνοθεσία του Αρη Τρουπάκη, δίδαξε στους δύο ηθοποιούς ρυθμό, αμεσότητα, φυσικότητα, αλήθεια στο λόγο, την κίνηση, τη χειρονομία, την έκφρασή τους. Η σκηνοθετική διδαχή ευδοκίμησε απολύτως με την εξαιρετικής απλότητας και φυσικότητας ερμηνεία του Αντώνη Καρυστινού. Αξιόλογη, αλλά με «σφιγμένα» τα εκφραστικά της μέσα, η ερμηνεία της Δανάης Παπουτσή.
Οι ολέθριες συνέπειες της νοοτροπίας του «πατέρα - αφέντη», της ενδοοικογενειακής βίας, της σεξουαλικής, αιμομικτικής κακοποίησης παιδιού από γονιό, είναι το θέμα του μυθιστορήματος της Φρίντας Μπιούμπι «Σχέσεις οργής», το οποίο διασκευασμένο θεατρικά από τον Γιάννη Τσίρο και την Αννα Βαγενά, παρουσιάζεται στο θέατρο «Ζίνα». Πρόσωπα του έργου είναι μια οικογένεια σε ελληνική επαρχία. Εύπορος αγροτοπαραγωγός ο σύζυγος, βάναυσος, ατομιστής, βίαιος και περιφρονητικός απέναντι στη μαραζωμένη, από το μόχθο και τη συμπεριφορά του, γυναίκα του και αδιάφορος για το γιο του, έλκεται μόνο από την άγνοια, τη δροσιά της μικρής έφηβης κόρης του. Αξιοποιώντας την αφέλεια, τα παιχνιδίσματα, την αγάπη που νιώθει κάθε παιδί για τον πατέρα του, την αποπλανά σεξουαλικά, και αμετανόητος συνεχίζει για καιρό το βιασμό της. Οταν η γυναίκα του αντιλαμβάνεται το έγκλημά του και τολμά να αντιδράσει, ο σύζυγος τυφλωμένος από το άνομο πάθος του, νοικιάζει γκαρσονιέρα στην Αθήνα και εγκαθιστά εκεί την κόρη του, αναγκάζοντάς τη να είναι η επί πληρωμή, μόνιμη και αποκλειστική «πόρνη» του. Το τυφλό πάθος του προκαλεί αλλεπάλληλες δραματικές καταστάσεις, αλλά και τιμωρείται από το χέρι της ίδιας της γυναίκας του.
Συνταρακτικό από μόνο του το θέμα του έργου δεν έχει χρεία μελοδραματικών μυθοπλαστικών και ερμηνευτικών εμφάσεων και υπογραμμίσεων. Αντίθετα, ο μελοδραματισμός μόνο στην αποδυνάμωση ή τη γραφικοποίηση του θέματος αυτού μπορεί να οδηγήσει. Αυτό συνέβη -εν μέρει- με τη θεατρική διασκευή, αλλά, κυρίως, με τη σκηνοθεσία της Αννας Βαγενά. Η άξια και πολύπειρη ερμηνευτικά Αννα Βαγενά, με τη σκηνοθεσία γέρνει στην «ηθογραφική» γραφικοποίηση των προσώπων, της οικογενειακής ζωής, των σχέσεων και του δράματός τους, αλλά και σε υποκριτικές υπερβολές. Υπερβολές που αντανακλώνται έντονα στο φωνακλάδικο, σχηματικού ανδρικού «δυναμισμού» παίξιμο του Πασχάλη Τσαρούχα (πατέρας), αλλά και στη δακρύβρεχτα μελοδραματική δική της ερμηνεία στο ρόλο της μάνας. Ικανά, ελπιδοφόρα εκφραστικά μέσα διαθέτει η νέα ηθοποιός Κατερίνα Θεοχάρη. Φιλότιμη η υποκριτική προσπάθεια του νέου ηθοποιού Δημήτρη Πατσή (γιος). Τη ζοφώδη ατμόσφαιρα του έργου υπογραμμίζουν η σκηνογραφία του Δημήτρη Πρέβε, οι φωτισμοί του Βλάση Σκουλή, και η μουσική και μουσική επιμέλεια του Γιάννη Καραγιάννη.