Οι συντάκτες της έκθεσης του ΚΕΠΕ κάνουν άλμα στον τομέα του φαρμάκου, προτείνοντας, στο κεφάλαιο για το επάγγελμα του φαρμακοποιού, την «απελευθέρωση» της αγοράς φαρμάκου. Οι συντάκτες της έκθεσης, αφού αναφέρονται στους όρους και προϋποθέσεις για την απόκτηση άδειας άσκησης του επαγγέλματος του φαρμακοποιού και τη χορήγηση άδειας λειτουργίας φαρμακείου:
Συγκρίνοντας τον αριθμό των φαρμακείων που λειτουργούν, υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα είχε τη μικρότερη αναλογία κατοίκων ανά φαρμακείο με 1.450 κατοίκους ανά φαρμακείο το 1993 και 1.259 το 1996. Στη χώρα μας, σημειώνεται, κάθε φαρμακείο έχει έναν επιστήμονα φαρμακοποιό, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, όπου η αντίστοιχη αναλογία είναι 2 φαρμακοποιοί ανά φαρμακείο. «Δηλαδή», καταλήγει, «τα φαρμακεία στην Ελλάδα αποτελούν ουσιαστικά μονοπρόσωπες επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, όπου η κυρίαρχη οικονομική μορφή λειτουργίας φαρμακείου είναι τα συνεταιριστικά φαρμακεία. Σχετικά με τις δραστηριότητες του φαρμακοποιού, αποφαίνονται πως φαίνεται να περιορίζονται σημαντικά, λόγω της αυξανόμενης ποσότητας των έτοιμων φαρμακευτικών προϊόντων από τις φαρμακευτικές βιομηχανίες και της τάσης για τη χορήγηση πρωτότυπων συσκευασιών. Υποστηρίζοντας την ελεύθερη πώληση των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων εκτός από τα φαρμακεία και από τα ράφια άλλων καταστημάτων, παραθέτουν συγκριτικά στοιχεία με την κατάσταση που επικρατεί σε άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ, ενώ συγχρόνως τίθεται για πρώτη φορά θέμα αναγκαιότητας ή μη του μονοπωλίου των φαρμάκων από τους φαρμακοποιούς». Αλλού σημειώνεται ότι «το θέμα των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, της συρρίκνωσης των διακινούμενων από τα φαρμακεία προϊόντων, της πώλησής τους από άλλα καταστήματα και της αναγκαιότητας ή μη του μονοπωλίου των φαρμάκων από τους φαρμακοποιούς, απαιτεί πολύ προσεκτικούς χειρισμούς και βαθμιαία βήματα, στηριγμένα σε επιστημονικές αναλύσεις και υιοθέτηση διαδικασιών αξιολόγησής τους».
Τέλος, θέτουν και θέμα επανεξέτασης του ρόλου του φαρμακοποιού, με κύριο άξονα τη δυνατότητα για διεύρυνση του ρόλου του σε άλλες δραστηριότητες, όπως την επαναλαμβανόμενη συνταγογραφία, την παρακολούθηση της φαρμακευτικής αγωγής διαφόρων κατηγοριών ασθενών, την ανάπτυξη διαγνωστικών υπηρεσιών κ.ά.