Ενδεικτικό για τον τρόπο πάντως που προσεγγίζουν τους κλάδους που δεν έχουν «ψητό» για τους εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου είναι η τοποθέτησή τους για τον κλάδο, ας πούμε, των πωλητών λαϊκών αγορών. «Υπάρχουν επαγγέλματα - σημειώνεται - στα οποία οι περιορισμοί στον ανταγωνισμό είναι σοβαροί, αλλά δεν περιλαμβάνονται» στις προτεραιότητες, «διότι τα επίπεδα των εισοδημάτων που εξασφαλίζονται σ' αυτά πιστεύεται ότι είναι σχετικά χαμηλά»! Και συνεχίζει λέγοντας ότι «χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι οι πωλητές λαϊκών αγορών και το πλανόδιο εμπόριο που απασχολούσε το 1999 περίπου 15.000 άτομα».
Και πώς να ενδιαφερθούν για τέτοιους κλάδους, αφού μία από τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου επαγγέλματος είναι ότι δικαιούχοι επαγγελματικών αδειών είναι σε ποσοστό 30% άνεργοι, σε ποσοστό 38% υπάλληλοι πωλητών λαϊκών αγορών τουλάχιστον επί μια τριετία κλπ.
Η έκθεση καταλήγει ότι «σε σχέση με τις άδειες λαϊκών αγορών και υπαίθριου εμπορίου οι περιορισμοί στον αριθμό δημιουργούν την εικόνα κλειστών επαγγελμάτων και αποτελούν κατ' αρχήν ανεπιθύμητη μορφή ρύθμισης. Το πρόβλημα όμως δεν έγκειται τόσο στον περιορισμό του ανταγωνισμού, ο οποίος σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είναι έντονος, όσο στην ενδεχόμενη άνιση μεταχείριση των αιτούντων. Με δεδομένο όμως το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας και την υψηλή ανεργία οι πιέσεις που θα προέκυπταν από την απελευθέρωση των σχετικών επαγγελμάτων και τη χορήγηση απεριόριστου αριθμού αδειών με κριτήρια καταλληλότητας και μόνον θα ήταν τέτοιες που το ισχύον σύστημα με όλες του τις αδυναμίες φαίνεται προς το παρόν η μόνη λύση».