Κυριακή 13 Μάη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«ΑΝΑΜΝΗΣΗ»

(απόσπασμα χρονογραφήματος)

«... Υστερα ήρθαν άλλα χρόνια. Κάτι χρόνια σημαδεμένα. Από κατάρα μαζί κι ευλογία. Κάτι χρόνια που φέρανε εκείνο που λεν οι γραφές και οι γριές γυναίκες, σαν ένα μεγάλο μυστήριο. "Τότε που θα 'ρθει ένας καιρός να πούμε: εβγείτε σεις οι πεθαμένοι να μπούμε εμείς οι ζωντανοί στα μνήματα!".

Ετσι ήρθε τότε εκείνη η Πέμπτη. Η 7 του Δεκέμβρη 1944. Είχαν έρθει κι Εγγλέζοι τότε μες στην Αθήνα για να τη σεργιανίσουνε. Ητανε μια μεγάλη μάχη. Ο δρόμος λέγονταν η οδός Ανδρου. Πόσες φορές πόσοι δεν την πέρασαν μ' ένα ταψί απ' το φούρνο. Την περνούσανε χρόνια. Πόσα παιδάκια με ξυλίκι δεν πήρανε τη φόρα τους πάνω σ' εκείνον τον ανήφορο. Ηταν ήσυχος δρόμος. Κείνη τη μέρα όμως εστοίχειωσε.

Είχαν έρθει και τον κατοίκησαν πολλοί διαόλοι από τον κάτω κόσμο. Είχανε φτιάσει στέκι τους στην οδός Ανδρου οι χωροφύλακες. Ηταν ζωσμένοι από χακί κι από σκληρό καπέλο, τα δυο πράματα εκείνα που 'καναν την Αθήνα στον ύπνο και στον ξύπνιο της να τρέμει και να δέρνεται από δω κι οχτώ χρόνια. Οχτώ χρόνια συνέχεια.

Ωσπου ξημέρωσε, λοιπόν, εκείνη η Πέμπτη του Δεκέμβρη. Τότε κάτι παιδάκια πήγαν και στάθηκαν κατάντικρυ. Κρέμασαν απ' τον ώμο τους με σπάγκο από 'να ντουφεκάκι. Βγάλαν απ' τη μια τσέπη τους και φόρεσαν στην κεφαλή ένα μικρό σκουφάκι, σουβλοραμένο νύχτα, δίπλα σ' ένα καντήλι, με πολλές παρδαλές κλωστές, από μια γριά μάνα τους. Κι από την άλλη τσέπη τους ένα χουνί χαρτένιο, κι όπως ήταν ξυπόλυτα και δεν τους ήταν δύσκολο, ψήλωσαν απάνω στα δάχτυλα, κι από το χάρτινο χουνί βγήκε μια φοβερή φωνή κι εφώναξε στους χωροφύλακες:

"Αντρες! Παραδοθείτε!"

Τότε οι "άντρες" τούς ρίξαν φωτιά. Ρίξαν και τα παιδιά φωτιά. Απ' τα ντουφέκια με το σπάγκο. Οι "άντρες" ήτανε ταμπουρωμένοι σ' ένα πελώριο χτίριο. Τετραώροφο. Τα παιδιά το 'ζωσαν τριγύρω. Κι από το πίσω μέρος, την οδός Ιθάκης, τρύπωσε σα μικρό λιοντάρι ένα παιδάκι κι έριχνε. Και με τα δυο του χέρια. Μα και με την ψυχή. Καμιά φορά το 'βρε μια σφαίρα και το 'ριξε χάμω. Πέφτει ξυστά δίπλα στον τοίχο. Κάτω απ' το λούκι του νερού. Σαν αστρουλάκια φεγγερά πήγαιναν κι έρχουνταν οι σφαίρες βιαστικές από πάνω του, κι εκείνος τώρα τις θωρεί από χάμω. Σαν πληγωμένο ελάφι πο 'χασε την τρεχάλα του και την κομψότητά του. Ωσπου τινάζουνε το λούκι οι σφαίρες και το κάμανε κόσκινο και τώρα τρέχει το νερό από πάνω του, αντίς που 'τρεχαν τ' αστρουλάκια. Τρέχει ένα αβάσταχτο νερό, σα να χυμήξαν κύματα φουρτουνιασμένου φράχτη.

Κάποιοι γείτονες μόνο ακούσανε λίγο μακρινό μουγκρητό. Σα να 'ταν ένα μικρό κατσικάκι κι εφώναξε δυο τρεις φορές, από πέρα, τη μάνα του. Υστερα δεν ακούσαν τίποτα. Εστεκε εκεί στο λούκι, ακίνητος, γιατί ήταν πολύ χτυπημένος. Ωσπου το νερό αψήλωσε και τον τύλιξε μέσα του. Κι ήπιε πολύ νερό κι εφούσκωσε. Και τότε πέθανε ολομόναχος.

Την ώρα εκείνη τη σκληρή, κι όπως παράδινε άφοβα την ψυχή του στον άγγελο, μιας προσταγής τη διαταγή βούιζε ακόμα ο τόπος:

"Αντρες! Παραδοθείτε!"

Και τότε οι "άντρες" παραδόθηκαν.

Τότε σύχασε λίγο ο τόπος κι οι νικητές λογάριαζαν τα λάφυρα της μέρας. Αλλά και τους νεκρούς. Κι εκείνη η νίκη των παιδιών χτύπαγε μέσα στην καρδιά της γέρικης Αθήνας μας τις νότες μιας ελπίδας. Πολλοί σμίξαν τα δάχτυλα και σταυροκοπηθήκανε.

Τότε περάσανε και τον πνιγμένο. Από μπρος απ' τα μάτια μας. Και τον πηγαίνανε για την ταφή. Μ' όσες τιμές σου πέφτουνε όταν δεν τέλειωσε ακόμα ο πόλεμος, κι ακόμα έχεις φουρτούνες. Ηταν ταμπουρλιασμένος. Οπως εκείνα τα σκυλιά που 'βγαζε τότε η θάλασσα. Κι όπως τον πιάσαν τέσσερις για να τον περπατήσουνε, από το στόμα του έβγαλε μια θολή λουρίδα νερό. Οπως τότε. Απαράλλαχτα. Κι είχαν περάσει τόσα χρόνια... Σίγουρα οι θαλασσινοί έχουν, λοιπόν, μεγάλη μνήμη.

Κι αν θυμούνται τόσα άλλα, θα ξεχάσουν τον άνθρωπο;

Θα ξεχάσουν ποτέ πως ένα ελασιτάκι, δίχως χωριό, και όνομα, ένα ελαφάκι πληγωμένο, πνίγηκε κάτω από 'να λούκι, κι εφούσκωσε σαν ψόφιος σκύλος, χαρίζοντας στη γη μας μια στάλα λευτεριά...

Από πάππου σ' εγγόνι θα κλαίμε και θα το διηγιόμαστε. Σαν τα μεγάλα εκείνα παραμύθια. Τα μεγάλα εκείνα πράματα που τρομάζουν τον άνθρωπο, σφραγίζοντας απάνω του μιαν άσβηστη γραφή. Τα θυμούνται οι αιώνες στήνοντας στ' όνομά τους είτε έναν Παρθενώνα είτε μια μικρή μουσική».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ