Από παιδί ο Μπάρτον μοιάζει να μεγάλωσε σε περιβάλλον που είχε σχέση με την «πίστη». Ο πατριός του δεν είναι τυχαία ιερέας. Πίστευε και μη ερεύνα, σε αντιδιαστολή με την «απόδειξη» της επιστήμης. Τον Μπάρτον κυνηγούσαν από μικρό τα όνειρα και οι εφιάλτες ξαναπήραν να εισβάλλουν τώρα, σε γραμμική αφηγηματική διάταξη και να αναμειγνύονται με την πραγματικότητα, τόσο που να μη ξεχωρίζει τις παραισθήσεις από την πραγματικότητα. Την πραγματικότητά του Μπάρτον, που ήδη, είναι χωμένη στους μύθους των Αβοριγίνων και το σύστημα προσλαμβανουσών που αποκαλείται «χρόνος των ονείρων». Δηλαδή, μία, κατά Μπάρτον, ερμηνεία της πραγματικότητας! Για παράδειγμα: Η ανοιχτή βρύση της μπανιέρας που... σίγουρα δεν άνοιξε από μόνη της. Η μητέρα ρωτά τα κοριτσάκια: ξεχάσατε μήπως τη βρύση ανοιχτή; Οχι, απαντούν αυτά. Και ο πατέρας, ο Μπάρτον, δένει την παιχνιδιάρικη απάντηση των μικρών κοριτσιών σκοινί κορδόνι και, έχοντας την προδιάθεση να πιστέψει σε σκοτεινές, μυστικιστικές δυνάμεις, ερμηνεύει το γεγονός της πλημμύρας αναλόγως... Εξάλλου, η ταινία, από την πρώτη ήδη σεκάνς, συστηματικά καλλιεργεί μια φλου αίσθηση ύπαρξης κάποιου «άλλου κόσμου». Στην εισαγωγική σεκάνς, βλέπουμε κάπου στην Αυστραλία, μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα μεσημέρι, να αρχίζουν μπουμπουνητά και μια ανεξήγητη καταιγιστική χαλαζόπτωση την οποία ακολουθούν εκτεταμένες, ισχυρότατες νεροποντές. Γεγονός που σχολιάζεται: «Αυτά δε γίνονται τέτοια εποχή!».
Το στοιχείο του νερού στην ταινία, είτε με τη μορφή λασπόνερων με βατράχια και υγροποιημένων επικίνδυνων απόβλητων στο γενικό σύστημα αποχέτευσης, είτε σαν βρύσες που στάζουν μυστηριωδώς αφού κανείς δεν άνοιξε, παραμένει, αφ' ενός, δυσοίωνο σύμβολο και, αφ' ετέρου, αμετάβλητο σκηνογραφικό στοιχείο του background, καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, προετοιμάζοντας τη «λύση» του τέλους. Το τεράστιο κύμα που θα σβήσει τη ζωή, που θα 'ναι τσουνάμι φυσικό ή τσουνάμι από την καπιταλιστική, ανεύθυνη εκμετάλλευση των πόρων, στοιχείο στο οποίο «στέκεται» η ταινία, αλλά το προσπερνά αθόρυβα...
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ταινία μιλά για τον Μπράντον και γι' αυτόν μόνο. Είναι ένα μεγάλο πάτσγουορκ. Μια συρραφή υποκειμενικών του πλάνων. Σαν περαιτέρω μάλιστα απόδειξη θα μπορούσε να αναφερθεί η «ορθολογική» απόφαση της συζύγου, να απομακρύνει πρώτα τα παιδιά και να φύγει μετά η ίδια από κοντά του. Πιασάρικη αφήγηση για μια τζούφια θεματική...
Παίζουν: Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, Ολίβια Χάμνετ, Φρέντρικ Πάρσλοου, Ντέιβιντ Γκαλπίλιλ, κ.ά.
Παραγωγή: Αυστραλία (1977).