Ο ΣΕΑ σημειώνει ότι η κατάργηση του φορέα ήταν πάγιο αίτημά του, αλλά «η διατύπωση του σχετικού άρθρου μάλλον οδηγεί στην ουσιαστική διατήρησή του παρά την ονομαστική κατάργηση». Προσθέτει ότι από την ίδρυσή του το 1992, το Ταμείο «με τη ραγδαία αύξηση των εκτελούμενων έργων και των σχετικών Επιστημονικών Επιτροπών» εξελίχθηκε σε «μία παράλληλη Αρχαιολογική Υπηρεσία», δημιουργώντας «προβλήματα στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και στην εν γένει λειτουργία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας». Η επιχειρούμενη υπαγωγή των Επιστημονικών Επιτροπών του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία «σημαίνει τη διαιώνιση της υπάρχουσας κατάστασης με άλλη μορφή», αποδυναμώνοντας, μεταξύ άλλων, «το κύτταρο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, την Εφορεία Αρχαιοτήτων, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την προστασία των μνημείων».
Οι αρχαιολόγοι υπογραμμίζουν ότι με την κατάργηση του ΤΔΠΕΑΕ «πρέπει να προστατευθεί απαρέγκλιτα το σύνολο του - με οποιαδήποτε σχέση εργασίας - εξειδικευμένου επιστημονικού, τεχνικού και εργατοτεχνικού προσωπικού, που απασχολείται στην εκτέλεση του έργου των Επιστημονικών Επιτροπών ή εργάζεται στο ΤΔΠΕΑΕ, καθώς διαθέτει μεγάλη εμπειρία στο απασχολούμενο αντικείμενο».
Αναφέρουν ότι τη «στιγμή που αβίαστα συζητούνται από την πολιτική ηγεσία σχέδια για τη συρρίκνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που δύναται να αποβεί μοιραία για (...) την προστασία των μνημείων γενικότερα, την ίδια στιγμή από το προαναφερθέν νομοσχέδιο προκύπτει η επιλογή διαιώνισης της λειτουργίας τρίτων φορέων». Ο ΣΕΑ, τέλος, θεωρεί ότι «επιβάλλεται να αναφέρεται ρητά η - άνευ όρων και προϋποθέσεων - άμεση ενσωμάτωση όλων των έργων του ΤΔΠΕΑΕ στις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων, με διατήρηση των Επιστημονικών Επιτροπών μόνο με συμβουλευτικό χαρακτήρα για την απρόσκοπτη εξέλιξη των συγκεκριμένων έργων μέχρι τη λήξη τους».
Σημειώνουμε, πάντως, ότι το βασικό πολιτικό ζήτημα που προέκυπτε από την ίδρυση και λειτουργία του ΤΔΠΕΑΕ ήταν η πρόθεση όλων των κυβερνήσεων να προωθήσουν την ιδιωτικοοικονομική, αγοραία δηλαδή, διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ηταν ένας ακόμη φορέας, από τους πολλούς, που δημιουργήθηκαν στο όνομα της «ευελιξίας» και «αυτοτέλειας» για να «τρέχουν» τα έργα γρηγορότερα από τη «δυσκίνητη» και «γραφειοκρατική» Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ουσιαστικά, δηλαδή, προωθούσαν την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Με το σημερινό νομοσχέδιο, η «ευελιξία» αυτή, όχι μόνο δεν εξαφανίζεται, αλλά διαχέεται ύπουλα στο «σώμα» της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Αυτό είναι το κύριο πρόβλημα του νομοσχεδίου και όχι τα, όντως, υπαρκτά αλλά παρελκόμενα του κύριου, προβλήματα συντονισμού των υπηρεσιών κ.λπ.