Πέμπτη 13 Δεκέμβρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΒΕΓΚΑ
Εγκλημα στη λίμνη

Ο Μπρεχτ λέει ότι ο θεατής πρέπει να είναι πρωτίστως παρατηρητικός, δεδομένου ότι η παρατήρηση διεγείρει την πνευματική του δραστηριότητα και τον αναγκάζει να τοποθετείται απέναντι στη σκηνική δράση ως ανάκλαση της πραγματικότητας. Στην παρατήρηση εδράζονται και οι ερμηνευτικές διαδικασίες ενός έργου, ώστε να γίνει εμφανές και κατανοητό το τι ακριβώς θέλει να κοινωνήσει ο δημιουργός του. Η τέχνη της παρατήρησης δεν κατακτάται ως διά μαγείας, χρειάζεται κάποιος να υποβάλει τον εαυτό του σε επίμονη κι επίπονη αυτοάσκηση. Η κολομβιανή αυτή ταινία, η πρώτη μεγάλου μήκους του γεννημένου στην Καλιφόρνια και σπουδαγμένου σε Κολομβία και Ισπανία Γουίλιαμ Βέγκα, συνιστά μοντέλο, πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να θέσει σε δοκιμασία την παρατηρητικότητά του.

Η ταινία εκπροσωπεί ένα είδος κινηματογράφου - τέχνης και προσωπικής γραφής - όχι ιδιαίτερα δημοφιλούς στις λαϊκές μάζες. Βέβαια, η βιομηχανία του θεάματος, αλλά δυστυχώς και όσοι θα έπρεπε να ενδιαφέρονται, φροντίζουν να μη γίνει δημοφιλές. Το κατηγορούν για εγκεφαλικό, διανοητικά επεξεργασμένο και φορτισμένο με συναισθήματα και συνειρμούς. Ετσι όμως δεν πρέπει να είναι το σινεμά;

Η ιστορία βυθίζεται στην ομορφιά και την ησυχία που επιβάλλει το τοπίο και η ήρεμη καθημερινή ρουτίνα που επικαλύπτει την κόλαση που ζουν τα φτωχά λαϊκά στρώματα της Κολομβίας από την τρομοκρατία των κυβερνητικών δυνάμεων. Στο επίκεντρο της ιστορίας - που παρέχει και πολύτιμες πληροφορίες εθνολογικού χαρακτήρα - είναι η δεκαεξάχρονη Αλίσια, που πηγαίνει να βρει το θείο της, αφού έκαψαν το χωριό της, «Σιμπέρια» το όνομά του. Ο σκηνοθέτης αργότερα υπαινίσσεται σαφέστατα ότι δράστες ήταν πράκτορες του κυβερνητικού στρατού. Ο θείος, ο Δον Οσκαρ, έχει το πανδοχείο «Λα Σίργκα», στις βαλτώδεις όχθες μιας ορεινής λίμνης των Ανδεων. Ο γιος του λείπει καιρό, κανείς δεν ξέρει πού... Το πανδοχείο ανακαινίζεται εν αναμονή τουριστών. Ο σκηνοθέτης μεταφέρει τη μονότονα δύσκολη αγροτική ζωή στα παράλια της λίμνης. Ενσωματώνει την Αλίσια στην καθημερινότητα και απομονώνει τους χαρακτήρες. Ετσι αισθανόμαστε τη δική τους αβεβαιότητα και τον τρόμο που παραμονεύει. Η Αλίσια υπνοβατεί, ίδια η μητέρα της και θάβει, σαν σε τελετουργικό, το αναμμένο κερί που κρατά στη γη. Ετσι ξορκίζει το κακό, έτσι θάβει το φόβο της.

Σε αυτό το οπτικό πλαίσιο σωρεύεται πάνω στο συναίσθημα της απώλειας και του άγχους κι ένα είδος τραγικής παραίτησης από πλευράς αγροτών, που αδιαφορούν για τον παράδοξο «λόφο» από βούρλα που μετατοπίζεται με παράλογο τρόπο στα νερά της λίμνης. Μέχρι την ώρα που η απειλή κάνει την εμφάνισή της στο πρόσωπο του ξαδέλφου που επιστρέφει στο πανδοχείο. Εχει επίδεσμο στο χέρι γιατί «άναψε τσιγάρο πλάι σε βενζίνη». Κατασκοπεύει άγρυπνα, πίσω από χαραμάδες και καλαμιές, τους πάντες, ειδικά τους συνδέσμους των ανταρτών στην περιοχή. Λέει αυθόρμητα ότι ο συνεταιρισμός ιχθυοκαλλιέργειας δεν μπορεί να λειτουργήσει «με αυτούς που πιστεύουν ότι όλα είναι για όλους». Λέει στην Αλίσια - με τρόπο σημαδιακό - να πάρει τον πατέρα του και να φύγουν γρήγορα απ' το χωριό. Εχει φαίνεται ολοκληρώσει το έδαφος για την επίθεση. Αυτή είναι η δουλειά των πρακτόρων, εξάλλου.

Στην ταινία τα «πολλά και εξαιρετικά» δε συμβαίνουν εντός κάδρου. Δεν δείχνονται, άρα δεν τα βλέπουμε... συμβαίνουν εκτός πεδίου... λαμβάνουν χώρα - μας διαβεβαιώνει η εξέλιξη της αφήγησης - μεταξύ δύο πλάνων ή ενοτήτων.

Εκτός από δύο εικόνες, μια στην αρχή και μια στο τέλος με τους παλουκωμένους αντάρτες, η βία και η σύγκρουση δεν εμφανίζονται ποτέ μπροστά στην κάμερα, ρητά και μετωπικά. Υφίστανται σταθερά αλλά εκτός κάδρου... Αυτό που σε μέγιστο βαθμό καθορίζει την αφηγηματική και τη δραματική πρόταση της ταινίας είναι οι ελλειπτικές αναφορές. Οσα «διαβάζει» ο θεατής για τα δρώμενα εκτός κάδρου συνιστά τη θέση του δημιουργού, δοσμένη λακωνικά και υπαινικτικά.

Δομικό, συστατικό στοιχείο της αφήγησης, ζωτικό και απαραίτητο, είναι ο ήχος, που λειτουργεί συμπληρωματικά προς την εικόνα που χαρακτηρίζεται από εξαίρετη φωτογραφία και οικονομία του μοντάζ. Ο πόλεμος μεταφέρεται μέσα από ήχους. «Δεν είναι κεραυνός», λέει ο ξάδελφος, στο άκουσμα μιας μακρινής έκρηξης. Ο πόλεμος φτάνει στους χαρακτήρες σαν βρυχηθμός, σαν ηχώ από την άλλη μεριά του βουνού, μόνιμη απειλή. Πρόκειται, πράγματι, για ταινία ήχων, στην οποία οι διάλογοι, ο θόρυβος των αντικειμένων, οι ήχοι της φύσης αλλά κυρίως η σιωπή, διατηρούν την ανεξαρτησία τους σε σχέση με την εικόνα. Η ταινία διέπεται από μια σταθερά παρούσα, ανήσυχη αντίθεση, ανάμεσα στην ηρεμία και την ησυχία της επιφάνειας και σ' αυτό που βλέπουμε, που δεν είναι αυτό που αισθανόμαστε... Μια απειλή που όλο και σιμώνει... Η ταινία, λοιπόν, καθορίζεται από την αντίστιξη αυτού που βλέπουμε και αυτού που δε βλέπουμε κι αφήνει αποτύπωμα έντονα αυθεντικό, εθνικό και ταυτόχρονα οικουμενικό.

Παίζουν: Φλοράλμπα Ατσικανόι, Χούλιο Σέζαρ Ρόμπλε, Χόγκις Σεουντίν Αριας, κ.ά.

Παραγωγή: Κολομβία, Γαλλία, Μεξικό (2012).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ