Πέμπτη 10 Γενάρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΒΣΕΒΟΛΟΝΤ ΠΟΥΝΤΟΒΚΙΝ
Η Μάνα

Ο Πουντόβκιν είναι, μετά τον Αϊζενστάιν, ο δεύτερος στη σειρά μεγάλος σκηνοθέτης του βωβού σοβιετικού κινηματογράφου και ήταν κυρίως η πρώτη του ταινία «Η ΜΑΝΑ» που τον κατέταξε σ' αυτήν τη θέση. Η ιστορία της ταινίας τοποθετείται στις μέρες της επανάστασης του 1905 και στηρίζεται, κατά βάση, στο πασίγνωστο, ομότιτλο έργο του Μαξίμ Γκόρκι, από το 1906. Το 1932 και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ διασκεύασε το μυθιστόρημα του Γκόρκι για τη θεατρική σκηνή και αυτή η χαρακτηριστικά στιλιζαρισμένη διασκευή - με την προσθήκη μελοποιημένων ιντερλούδιων - παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα αντίθεση σε σχέση με την ταινία του Πουντόβκιν.

«

Η ΜΑΝΑ» του Πουντόβκιν (1926) συνάντησε αμέσως διεθνή επιτυχία, αντίστοιχη με κείνη του «ΘΩΡΗΚΤΟ ΠΟΤΕΜΚΙΝ» (1925), για παρεμφερείς λόγους... Πρόκειται για ταινία με αρμονικές αναλογίες, με φροντισμένη φωτογραφία και με εκπληκτικό μοντάζ, από τον ίδιο τον Βσέβολοβ Πουντόβκιν. Η δράση της εξελίσσεται ρυθμικά μέσα από τέσσερα συμμετρικά μέρη και το εφέ, το αποτέλεσμα του μοντάζ ελέγχεται άγρυπνα, με θαυμαστή δεξιοτεχνία. Η ταινία, κατά πολλούς τρόπους, είναι πολύ περισσότερο αθόρυβη και πολύ λιγότερο θεαματική από το «ΠΟΤΕΜΚΙΝ». Ενώ ο Αϊζενστάιν θεωρείται ο μέγας δάσκαλος της επικής αφηγηματικής «των μαζών», η σκηνοθετική προσέγγιση του Πουντόβκιν είναι πιο «προσωπική». Ο Γάλλος κριτικός Λεόν Μουσινάκ απέδωσε τη σχέση αυτή ως «μια ταινία του Αϊζενστάιν είναι κραυγή, του Πουντόβκιν είναι τραγούδι»... Ο Πουντόβκιν είχε διδαχθεί από τον Γκρίφιθ (είναι γνωστό ότι οι ταινίες που τον «καθόρισαν» ήταν η «ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑ» του Γκρίφιθ, «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ» του Τσάπλιν και το «ΠΟΤΕΜΚΙΝ» του Αϊζενστάιν) να θέτει σε αντιπαράθεση σκηνές μαζικής δράσης με το πιο εσωτερικό, προσωπικό δράμα «μικρών ανθρώπων» που οι ζωές τους καθρεφτίζονται στο δράμα αυτό. Ο Πουντόβκιν έμαθε, επίσης από τον Γκρίφιθ, τη σπουδαιότητα της κινηματογραφικής ερμηνείας, να είναι δηλαδή συναισθηματικά πιστευτή. Φρόντισε λοιπόν να πείσει τους δύο ηθοποιούς / πρωταγωνιστές της ταινίας του, την Βέρα Μπαρανόφσκαγια (Μάνα) και τον Νικολάι Μπατάλοφ (γιο/ Πάβελ), οι οποίοι του έδωσαν καταπληκτικές ερμηνείες. Και μόνο η παρουσία τους ποτίζει την ταινία με συναισθηματικό λυρισμό, στοιχείο ολότελα ξένο στο έργο του Αϊζενστάιν.

Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την αμεσότερη επίκληση της συγκίνησης στην εν λόγω ταινία, το μοντάζ του Πουντόβκιν ήταν το ίδιο σοφιστικέ, ραφιναρισμένο και επιτηδευμένο, όσο του Αϊζενστάιν, από τον οποίο ο Πουντόβκιν αλλά και το σύνολο των Σοβιετικών σκηνοθετών είχαν διδαχθεί πάρα πολλά. Υπάρχουν κάποιες σεκάνς στη «ΜΑΝΑ» ενδεικτικές του εκπληκτικού μοντάζ του δημιουργού της, συμπεριλαμβανομένης εκείνης, στην οποία η μάνα θρηνεί τον άνδρα της δίπλα στο άψυχο σώμα του. Πλάνα της μάνας εναλλάσσονται με πλάνα από νερό που στάζει από τη στέγη και πέφτει αργά σε μια τσίγκινη λεκάνη. Η σεκάνς της λυρικής φαντασίωσης του γιου / Πάβελ για τη δραπέτευσή του από τη φυλακή, όπου εικόνες ανοιξιάτικες εναλλάσσονται με κείνες που δείχνουν το πρόσωπό του να χαμογελά στη σκέψη της ελευθερίας.

Ο Πουντόβκιν ενεργοποιεί επίσης το μέγα κληροδότημα από το «Εργαστήρι του Κουλέσοφ», εκείνο που προσδίδει στο μοντάζ και μεταφορική λειτουργικότητα, πάνω και δίπλα, στην αφηγηματική. Για παράδειγμα: Στην αρχή της ενότητας που λειώνουν οι πάγοι, εναλλάσσονται πλάνα από μπλοκ πάγων που κυλούν κατά τη ροή των νερών του ποταμού, με εικόνες από τους εργάτες στη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς που πορεύονται συγκροτημένα προς το εργοστάσιο και την ηρωική τους αναμέτρηση με τις ένοπλες δυνάμεις καταστολής. Οσο ο ποταμός «μπουκώνει» από την ορμή των πάγων, άλλο τόσο, οι γραμμές των εργατών φουσκώνουν μέχρι που ξεχειλίζουν τα κράσπεδα του δρόμου... Η αφηγηματική λειτουργία των μπλοκ του πάγου, γίνεται απόλυτα εμφανής, από τη στιγμή που βλέπουμε ότι ο ποταμός κυλά πλάι στη φυλακή και ότι οι πάγοι θα γίνουν το μέσο που θα χρησιμοποιήσει ο γιος / Πάβελ για να δραπετεύσει. Τέλος, το σύνθετο μοντάζ της σφαγής προς τον επίλογο της ταινίας - μοντάζ που «στέκεται» επάξια δίπλα στο μοντάζ του «ΠΟΤΕΜΚΙΝ» στα σκαλιά της Οδησσού - προξενεί στο θυμικό, ένα συναίσθημα επαναστατικής κορύφωσης σε μια ταινία που επηρεάζει με έντονο συγκινησιακό τρόπο. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το μοντάζ του Πουντόβκιν, ακόμα και στις πιο συμβολικές του στιγμές, υπηρετεί τη σαφήνεια των αφηγηματικών στόχων.

Σε αντίθεση με τον Αϊζενστάιν, ο Πουντόβκιν εμπλέκεται σπάνια σε διανοητικής τάξης αφαιρέσεις. Την επιλογή του αυτή στήριζε θεωρητικά. Θεωρούσε ότι η διαδικασία του μοντάζ είχε διαφορετική λειτουργία από εκείνη που της προσέδιδε η «σύλληψη» του Αϊζενστάιν. Για τον Πουντόβκιν η «διαδικασία - κλειδί» στο μοντάζ δεν ήταν συγκρουσιακής τάξης (collision) αλλά συνδετικής (linkage). Οπως ο ίδιος σημειώνει στην εισαγωγή της γερμανικής έκδοσης του βιβλίου του, θεωρίας του κινηματογράφου, που εκδόθηκε το 1926 υπό τον τίτλο «Film Technique and Film Acting» ... «Η έκφραση, η ταινία "γυρίζεται" (is shot) είναι ολοκληρωτικά λανθασμένη και θα έπρεπε να εξαφανιστεί από τη γλωσσική χρήση. Μια ταινία δεν "γυρίζεται" αλλά δομείται (built) και αναπτύσσεται, πάνω στις χωριστές ταινίες του σελουλόιντ, που συνιστά το ακατέργαστο υλικό της».

Εν κατακλείδι η «αντίθεση» μεταξύ Αϊζενστάιν και Πουντόβκιν συνίσταται σε μικρότερο βαθμό στις μορφικές πλευρές του μοντάζ, όσο κυρίως στην ψυχολογία του θεατή. Ο Αϊζενστάιν εκτιμούσε ότι «κινηματογραφικό νόημα» γεννιέται από τη γνωστική σύγκρουση εννοιών, μέσα στο μυαλό του θεατή, ενώ ο Πουντόβκιν ότι αυτό παράγεται από τη γνωστική τους σύνδεση.

Παίζουν: Βέρα Μπαρανόφσκαγια, Νικολάι Μπατάλοφ, κ.ά.

Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1926)


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ