Ο κυβερνητικός ισχυρισμός περί προστασίας της πρώτης κατοικίας για την πλειοψηφία των δανειοληπτών είναι πολιτική απάτη. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η συντριπτική πλειοψηφία καλύπτει τα κριτήρια που θέτονται και προστατεύονται από τους πλειστηριασμούς. Πρόκειται για λαθροχειρία. Οι τεράστιες μειώσεις στο ύψος της αξίας της πρώτης κατοικίας που προστατεύεται από πλειστηριασμούς, τα πολλαπλά κριτήρια που εισάγει και η άρση της γενικής απαγόρευσης πλειστηριασμού ακινήτων για χαμηλά χρέη σημαίνει ότι από το Γενάρη, οι τράπεζες θα έχουν τη νομική δυνατότητα να προχωρήσουν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων δεκάδων χιλιάδων λαϊκών οικογενειών.
Η υποτιθέμενη παρέμβαση «προστασίας» των δανειοληπτών αποτελεί, στην πραγματικότητα, νομοθετική θωράκιση της προστασίας των τραπεζών. Με τη νομοθετική ρύθμιση εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκές οικογένειες εκβιάζονται ωμά «να αποκαταστήσουν τη σχέση τους με τις τράπεζες σε μόνιμη βάση», υπό τη μόνιμη απειλή του πέλεκυ της κατάσχεσης κρεμάμενου πάνω από το κεφάλι τους.
Στην πραγματικότητα, κεντρική στόχευση αποτελεί η πίεση και ο εκβιασμός τα «κόκκινα» δάνεια να ξεκινήσουν να εξυπηρετούνται ξανά, καθώς ανήλθαν τον Ιούλη του 2013 στο 29,3% του συνόλου των δανείων έναντι αντίστοιχα 24,5% στο τέλος του περσινού Δεκέμβρη (2012). Επί του παρόντος, στο «κόκκινο» βρίσκονται συνολικά δάνεια αξίας 65,6 δισ. ευρώ εκ των οποίων 31,5 δισ. ευρώ είναι επιχειρηματικά (προστατευόταν ο δανειολήπτης για ποσό μέχρι 200.000 ευρώ έως τέλος του 2013), τα 17,5 δισ. ευρώ στεγαστικά και τα υπόλοιπα 13 δισ. ευρώ καταναλωτικά (επίσης, διακοπή προστασίας από 1/1/2014). Είναι, λοιπόν, ανάγκη «συστημικού» χαρακτήρα, αφενός οι τράπεζες να αποκτήσουν την ικανότητα είσπραξης ενός όσο το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος της αξίας των οφειλών, προκειμένου να ενισχυθεί η κερδοφορία τους. Αφετέρου, προσπαθούν να αποτρέψουν την περαιτέρω σημαντική υποχώρηση στις τιμές των ακινήτων, λόγω της πίεσης που θα προέκυπτε στην περίπτωση ενός γενικευμένου κύματος πλειστηριασμών ακινήτων. Μια τέτοια εξέλιξη, θα είχε αρνητική επίδραση στα «εποπτικά κεφάλαια» συνολικά του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά και στους μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται σε άλλους κλάδους όπως κατασκευές, real estate, τουρισμός κ.λπ.
Παράλληλα, στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης, η αστική διαχείριση προωθεί τη στρατηγική της ανάγκη για συγκέντρωση της ιδιοκτησίας της γης στα χέρια των μονοπωλιακών ομίλων, προκειμένου να βρουν κερδοφόρα διέξοδο υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια. Η μόνιμη πλέον βαριά φορολόγηση της λαϊκής κατοικίας με την ταυτόχρονη αδυναμία των λαϊκών στρωμάτων να ανταποκριθούν, οι πλειστηριασμοί λόγω οφειλών προς το αστικό κράτος και τις τράπεζες οδηγούν ακριβώς στην ταχύτερη μείωση της ιδιοκατοίκησης για τη λαϊκή οικογένεια, στην ταχύτερη «κατάσχεση» της λαϊκής κατοικίας από τα μονοπώλια.
Την ίδια στιγμή, δημιουργείται ένα πραγματικό ερώτημα: Ποιος έχει το προβάδισμα στις κατασχέσεις για χρέη; Το αστικό κράτος ή το τραπεζικό κεφάλαιο;
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το αρχικό σχέδιο νόμου περιλάμβανε διατάξεις για τα χρέη προς το Δημόσιο με νέα δυσβάστακτα πρόστιμα για καθυστερήσεις εξόφλησης οφειλών και συμπληρωματικές ρυθμίσεις για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών στο Δημόσιο μέσω κατασχέσεων. Ενώ είναι γνωστό ότι για χρέη προς το Δημόσιο δεν προβλέπεται καμία προστασία της κύριας κατοικίας από πλειστηριασμούς.
Παρά τις κορόνες αστών δημοσιολόγων για πρόβλημα που οφείλεται σε ελληνική ιδιοσυγκρασία και ιδιαιτερότητα, ανάλογη κατάσταση διαμορφώθηκε και σε άλλες χώρες της ΕΕ. Αντίστοιχο φαινόμενο αδυναμίας αποπληρωμής στεγαστικών δανείων και έκρηξης πλειστηριασμών εμφανίστηκε στην Ιταλία και την Ισπανία και στην Ιρλανδία μεταξύ άλλων. Στην Ιρλανδία, 150.000 ενυπόθηκα δάνεια συνολικής αξίας 25 δισ. ευρώ δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, ενώ πάνω από 30.000 έχουν να πληρώσουν περισσότερο από δύο χρόνια. Στην πραγματικότητα, η «λύση» που προωθείται και στη δική μας περίπτωση είναι το περίφημο ιρλανδικό μοντέλο, που κατά βάση προβλέπει τη διαπραγμάτευση τραπεζών και νοικοκυριών και την επιμήκυνση των δανείων σε βάθος πολλών δεκαετιών, δηλαδή πρακτικά μετατροπή των λαϊκών οικογενειών σε ενοικιαστές στα ίδια τους τα σπίτια. Φυσικά, όσοι δεν καταφέρνουν να έρθουν σε συμφωνία με τις τράπεζες χάνουν το σπίτι τους και μόνο το 2013 στην Ιρλανδία έχουν βγει στο σφυρί πάνω από 1.000 σπίτια. Η «λύση» που προωθείται στην Ελλάδα είναι ανάλογη, ενώ η μόνιμη ρύθμιση που θα έρθει από το 2015 προβλέπεται ότι έχει τέτοια χαρακτηριστικά.
Η έκταση του φαινομένου των πλειστηριασμών δείχνει ότι ο πραγματικός υπαίτιος του υπερδανεισμού δεν είναι τα λαϊκά νοικοκυριά που έφαγαν τα λεφτά. Ο τραπεζικός δανεισμός πριν την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης ήταν αναγκαστικός για τα λαϊκά στρώματα, μόνος τρόπος για τη στοιχειώδη ικανοποίηση των αναγκών τους. Χωρίς καταφυγή σε στεγαστικό δάνειο θα ήταν αδύνατη η αγορά ενός σπιτιού από μια λαϊκή οικογένεια την προηγούμενη δεκαετία. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1997 - 2008, η ονομαστική τιμή της κατοικίας στην Αθήνα αυξήθηκε κατά 177% (στοιχεία ΤτΕ), ενώ οι ονομαστικοί μισθοί μόλις κατά 75% (στοιχεία AMECO). Στη συνέχεια, εκδηλώθηκε, και στον κλάδο των κατασκευών, η καπιταλιστική κρίση, που οδηγεί σε μαζική απαξίωση κεφαλαίου σε κάθε μορφή της. Στην πραγματικότητα, η αδυναμία αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης. Και το πολιτικό ερώτημα που τίθεται είναι ποιος θα πληρώσει αυτό το βάρος της κρίσης: Τα μονοπώλια ή τα λαϊκά στρώματα;
Στο ερώτημα αυτό η κυβέρνηση απαντά ξεκάθαρα. Να πληρώσουν όσο μπορούν οι εργαζόμενοι. Στο βάθος, ανάλογη απάντηση δίνει και η κάλπικη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ. Η πρότασή του για αναστολή των πλειστηριασμών για ένα χρόνο αποτελεί απλά παράταση του μαρτυρίου για τις λαϊκές οικογένειες για έναν ακόμα χρόνο. Κυρίως, ωστόσο, αποδέχεται ότι ευθύνη για την αποπληρωμή των δανείων τους έχουν τελικά τα λαϊκά στρώματα που εξαναγκάστηκαν σε δανεισμό για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Τόσο η κυβερνητική πρόταση, όσο και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν απαντούν στη συνδυασμένη κάλυψη των λαϊκών αναγκών για στέγαση. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα λόγο να επιλέξουν διαπραγματευτή των όρων σφαγής τους. Δεν έχουν κανένα λόγο να επιλέξουν μια κυβερνητική εναλλαγή εντός των τειχών της ΕΕ και της εξουσίας των μονοπωλίων. Κάθε τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να αποδέχεται την ανάγκη των μονοπωλίων για διασφάλιση της ανταγωνιστικότητάς τους, και θα καταφύγει στη φορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων, για να διασφαλίσει τα απαραίτητα κεφάλαια ενίσχυσης των «υγιών» μονοπωλιακών ομίλων, προκειμένου να υπάρξει «αναπτυξιακή» πολιτική.
Η μοναδική λύση για τους εργαζόμενους βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της πολιτικής: Η κάλυψη των συνδυασμένων λαϊκών αναγκών για στέγαση, η εξασφάλιση φθηνής, ασφαλούς, ποιοτικής κατοικίας για όλους είναι δικαίωμα όλων των εργαζομένων.
Η προώθηση των πλειστηριασμών σημαίνει για τους εργαζόμενους κόκκινο συναγερμό! Οργανωμένα μέσα από τα συνδικάτα τους, τις Λαϊκές Επιτροπές, πρέπει να απαγορεύσουν κάθε πλειστηριασμό λαϊκής κατοικίας και να απαιτήσουν τη λήψη άμεσων μέτρων ανακούφισης των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, να απαιτήσουν να πληρώσουν την κρίση τα μονοπώλια, να οικοδομήσουν τη Λαϊκή Συμμαχία που θα σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο, την πολιτική ΕΕ - άρχουσας τάξης, και θα βάζει πλώρη για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης που θα έχει στο επίκεντρο την ικανοποίηση των αναγκών του εργαζόμενου και της οικογένειάς του: Το δρόμο της αποδέσμευσης από την ΕΕ και μονομερούς διαγραφής του χρέους με εργατική - λαϊκή εξουσία, της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού της παραγωγής με εργατικό έλεγχο.