Κυριακή 13 Μάη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Είκοσι χρόνια αρνητικής πορείας

Αποκαλυπτικά στοιχεία για την πορεία της αγροτικής οικονομίας και τις επιπτώσεις που είχε η εφαρμογή της πολιτικής υιοθέτησης της ΚΑΠ και της ΓΚΑΤΤ

Οπως τονίστηκε στην αρχή της εισήγησης, στα «είκοσι αυτά χρόνια η αγροτική παραγωγή έμεινε σχεδόν στάσιμη. Αιτία αυτής της στασιμότητας είναι οι χαμηλές ποσοστώσεις που έχουν επιβληθεί σε όλα τα αγροτικά προϊόντα, ακόμα και στα προϊόντα που η χώρα μας ή η ΕΕ είναι έντονα ελλειμματικές». Για παράδειγμα αναφέρθηκε: «Στην κτηνοτροφία, έχουμε χαμηλές ποσοστώσεις στα επιδοτούμενα μοσχάρια και στις αγελάδες και πληρώνουμε πρόστιμα συνυπευθυνότητας, όταν η αυτάρκεια της χώρας μας σε βοδινό κρέας από 61% που ήταν πριν την ένταξη, έχει μειωθεί στο 29% σήμερα και όταν η παραγωγή βοδινού κρέατος από 110.000 τόνους που ήταν πριν την ένταξη, έχει μειωθεί στους 70.000 τόνους σήμερα. Οι χαμηλές αυτές ποσοστώσεις, σε σχέση με την αύξηση των αναγκών της εγχώριας αγοράς σε αγροτικά προϊόντα, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των εισαγωγών και τη δημιουργία τεράστιων ελλειμμάτων στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας μας».

Αλλο ένα σημείο που επισημάνθηκε είναι πως «στα είκοσι χρόνια παραμονής στην ΕΕ το συνολικό πραγματικά καθαρό αγροτικό εισόδημα παρουσιάζει τάσεις μείωσης, εξαιτίας πολλών παραγόντων». Παράγοντες που απορρέουν από τις επιταγές της ΚΑΠ και της ΓΚΑΤΤ και έχουν να κάνουν με τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, τις αυξήσεις στις τιμές των αγροτικών εφοδίων και μηχανημάτων, τη μείωση τιμών και επιδοτήσεων, την κατάργηση των θεσμών παρέμβασης, το κλείσιμο των μεγαλύτερων συνεταιριστικών οργανώσεων.

Ακολούθως έγινε αναφορά σε μια σειρά ακόμα αρνητικών επιπτώσεων, όπως: «Στην περίοδο 1981-1999 οι απασχολούμενοι στη γεωργία μειώθηκαν κατά 36% (από 1.083.000 το 1981 σε 688.000 το 1999) και τα αγροτικά νοικοκυριά κατά 18,3% (από 999.000 το 1981 σε 816.000 το 1999). Η ραγδαία μείωση της παραγωγικότητάς της και της ανταγωνιστικότητάς της, που οφείλεται στην κατακόρυφη μείωση των γεωργικών επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου. Στη δεκαετία του 1970 οι πάγιες γεωργικές επενδύσεις αποτελούσαν το 13% των συνολικών πάγιων επενδύσεων της χώρας, ενώ στη δεκαετία 1990 μειώθηκαν στο 5%, όταν η γεωργία μετέχει με 8% στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας, απασχολεί το 18% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και συμμετέχει με 30% στις συνολικές εξαγωγές της χώρας».

Στη συνέχεια επισημάνθηκε ότι με τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ το 1992 στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την «Ατζέντα 2000» στα πλαίσια της συμφωνίας του Αμστερνταμ επιταχύνθηκαν οι ρυθμοί φτώχειας και ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων αγροτών. Παράλληλα αναφέρθηκε ότι οι παραπάνω συμφωνίες μαζί με την ΓΚΑΤΤ αποσκοπούν ακόμα:

«Στην προσαρμογή της κοινοτικής γεωργίας στις συνθήκες της λεγόμενης παγκοσμιοποιημένης αγοράς και όχι στις ανάγκες της ανθρωπότητας σε τρόφιμα, που έγινε με τηνεπιβράδυνση των ρυθμών αύξησης της αγροτικής παραγωγής και τημείωση της στήριξης της κοινοτικής γεωργίας.

Στη μείωση των γεωργικών κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού. Τη μείωση αυτή την επέβαλε η συμφωνία της ΓΚΑΤΤ, την προϋποθέτει η επικείμενη συμφωνία του ΠΟΕ, αλλά την ήθελε και το Διευθυντήριο της ΕΕ. Και αυτό, γιατί με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αποφασίστηκε να εφαρμοστούν και άλλες κοινές κοινοτικές πολιτικές, εκτός από την ΚΑΠ, όπως η Οικονομική και Νομισματική Πολιτική (ΟΝΕ). Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και η Πολιτική Αμυνας (ΚΕΠΠΑ) και η διεύρυνση της ΕΕ, χωρίς όμως να αυξηθεί ο κοινοτικός προϋπολογισμός, μια και δε συμφώνησαν στην αύξηση οι χώρες του Διευθυντηρίου.

Με βάση λοιπόν αυτούς τους στόχους της ΚΑΠ από τα συνολικά κονδύλια που πήρε η χώρα μας τα χρόνια που είναι στην ΕΕ, το μεγαλύτερο ποσοστό 87,5% αφορούσε στη λεγόμενη στήριξη της γεωργίας και μόνο το 12,5% είχε στα λόγια διαρθρωτικό προσανατολισμό.

Δηλαδή, το 87,5% των κοινοτικών κονδυλίων αφορούσε επιδοτήσεις στα αγροτικά προϊόντα, έξοδα λειτουργίας παρεμβάσεων αγροτικών προϊόντων, όπως επίσης και έξοδα καταστροφής των αγροτικών προϊόντων στις χωματερές, που είχαν καταναλωτικό και όχι επενδυτικό χαρακτήρα».

Ανάμεσα σε άλλα σημειώθηκαν επίσης και τα παρακάτω: «Οι επιδοτήσεις που δίνονται στα αγροτικά προϊόντα είτε άμεσα στους αγρότες είτε στους εμποροβιομήχανους, στην ουσία επιδοτούν τους εμποροβιομήχανους για να αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές τα αγροτικά προϊόντα. Π.χ. στα καπνά Βιρτζίνια η επιδότηση είναι 985 δρχ./κιλό και η εμπορική τιμή 180 δρχ./κιλό. Στο λάδι η επιδότηση είναι 340 δρχ./κιλό και η τιμή 550 δρχ./κιλό, στα χυμοποιήσιμα πορτοκάλια η επιδότηση είναι 22 δρχ./κιλό και η εμπορική τιμή 7 δρχ./κιλό.

Τα κονδύλια των χωματερών εξασφάλιζαν ένα πρόσκαιρο εισόδημα στους αγρότες, διέφθειραν όμως μαζικά τις συνειδήσεις και υπονόμευαν το μέλλον των καλλιεργειών, επειδή τα προϊόντα αυτά εκτοπίζονταν από τις αγορές.

Συνολικά, το ποσό των κοινοτικών επιδοτήσεων στα αγροτικά προϊόντα, αν και ήταν σχετικά μεγάλο, δε διασφάλισε το αγροτικό εισόδημα, επειδή δε βελτίωνε την παραγωγικότητα της γεωργίας, έτσι ώστε και με λιγότερες επιδοτήσεις να εξασφαλίζει καλύτερο εισόδημα.

Από τα λεγόμενα διαρθρωτικά κονδύλια που αποτελούσαν το 12,5% των συνολικών κονδυλίων, τα περισσότερα αφορούσαν εξισωτικές αποζημιώσεις ορεινών, μειονεκτικών και νησιωτικών περιοχών, που λειτουργούσαν σαν επιδοτήσεις και όχι σαν διαρθρωτικά κονδύλια. Ενα σημαντικό ποσό των πρόωρων συντάξεων λειτούργησε σαν κοινωνικό και όχι διαρθρωτικό κονδύλι. Ορισμένα άλλα κονδύλια, που αφορούσαν εκριζώσεις καλλιεργειών, κατέστρεψαν αντί να δημιουργήσουν πάγιο γεωργικό κεφάλαιο. Και μόνο ένα μικρό μέρος, ίσο περίπου με το 4% των συνολικών κονδυλίων, είχε πραγματικό διαρθρωτικό προσανατολισμό, που απορροφήθηκε κύρια από τους εμποροβιομήχανους και τους μεγαλοαγρότες».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ