Το ξάφνιασμα, μάλιστα, ήταν τόσο μεγάλο που εγώ προσωπικά άργησα να κατανοήσω τη διαδικασία με τα SMS, δηλαδή τι ακριβώς μου ζητούσαν διάφοροι υποψήφιοι να κάνω...
Τελικά, κατάλαβα ότι ο τρόπος αυτός είναι όχι μόνο απρόσμενος αλλά πραγματικά ριζοσπαστικός. Επιτέλους το βιβλίο, το τελευταίο προϊόν πολιτισμού που επέμενε να εξαρτάται από τις παλιές αξίες, της κριτικής, των επιχειρημάτων, του στοχασμού, της αναζήτησης νοήματος και λοιπά πληκτικά, προσχώρησε στη νέα εποχή. Οχι πια κρίσεις ποιότητας, που είναι ευάλωτες σε σχόλια περί υποκειμενισμού, αλλά ανοιχτή, αθρόα, ελεύθερη ψηφοφορία του κοινού.
Βέβαια, αυτή η διαδικασία αδικεί τελικά το καλό βιβλίο, και όταν βραβευτεί -επειδή βραβεύτηκε με αυτόν τον τρόπο-, και όταν αγνοηθεί.
Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι, επιτέλους, και το παιδικό βιβλίο εγκαθίσταται οριστικά πια στο πάνθεον των καταναλωτικών προϊόντων και λειτουργεί με τους ευφυείς μηχανισμούς του μάρκετινγκ. Οπως τα τελευταία χρόνια η εργασία ονομάστηκε «απασχόληση» για να καταργηθεί, έτσι και ο αναγνώστης γίνεται οπαδός, ή, καταναλωτής...
Ετσι, λοιπόν, συνειδητοποίησα κι εγώ τη ματαιότητα της επιστημονικής αγωνίας μου για το παιδικό βιβλίο επί σαράντα χρόνια, τις εκατοντάδες έρευνες και τις μελέτες μου, τις ατέλειωτες ώρες εκπαιδευτικής αυταπάρνησης, και τις άπειρες ώρες που πέρασα σκυμμένη πάνω στα βιβλία των άλλων, ερμηνεύοντας, κρίνοντας, προωθώντας τα, τις αφελείς εξορμήσεις στις γειτονιές και στα σχολεία για τη διάδοση της αξίας του και των αξιών του, με σύνθημα την καλλιέργεια της αγάπης για την ανάγνωση. Δυστυχώς, δεν κράτησα τηλέφωνα ούτε e-mail αναγνωστών, για περίπτωση ανάγκης...
Ομολογώ ότι χαίρομαι πολύ που πήρα πέρυσι το βραβείο «Πηνελόπη Δέλτα».
Αν το έπαιρνα στο μέλλον, φοβάμαι ότι θα έπρεπε να βρω και μαζορέτες.
Δεν είναι πάντα καλύτερο κάθε τι νέο. Και η παρακμή είναι «νέο» σε σχέση με την ακμή. Επιπλέον, εκτός από νοσηρή, είναι και μεταδοτική.