Κυριακή 1 Ιούνη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Στην επικράτεια του Βασιλιά Ανθρακα

Η παρουσίαση του ντοκιμαντέρ Παλικάρι - Ο Λουίς Τίκας και η Σφαγή στο Λάντλοου, του σκηνοθέτη Νικόλαου Βεντούρα, στο 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, αποτελεί αφορμή για να ανατρέξει κανείς στα πραγματικά γεγονότα της ταινίας και το λογοτεχνικό αποτύπωμα που άφησαν. Σεπτέμβρης 1913. Το Σωματείο των Ενωμένων Ανθρακωρύχων Αμερικής προκηρύσσει απεργία στα ορυχεία που λειτουργούν στην περιοχή του Κολοράντο. Οι απεργοί και οι οικογένειές τους διώχνονται από τα σπίτια που τους έχουν νοικιάσει οι εταιρείες και βρίσκουν καταφύγιο στις τέντες που έχει στήσει το σωματείο στις εισόδους των φαραγγιών, ώστε να παρεμποδιστεί η διέλευση των απεργοσπαστικών μηχανισμών. Μετά από 14 μήνες, η πολιτεία αδυνατεί να χρηματοδοτεί πλέον τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και δίνει άδεια στις εταιρείες εξόρυξης να συστήσουν ιδιωτική πολιτοφυλακή, εν είδει εθνοφρουράς, ανοίγοντας το δρόμο στον Ροκφέλερ να διατάξει τη σφαγή στο Λάντλοου. 20 Απρίλη 1914. Δευτέρα του Πάσχα για τους Ελληνες απεργούς στον καταυλισμό του Λάντλοου. Τρεις φρουροί εμφανίζονται και απαιτούν από τον επικεφαλής του καταυλισμού, Λούις Τίκας (Ηλίας Σπαντιδάκης από το Ρέθυμνο), να τους παραδώσει δύο Ιταλούς συνδικαλιστές, χωρίς ένταλμα σύλληψης. Ταυτοχρόνως, η υπόλοιπη ένοπλη «εθνοφρουρά» περικυκλώνει τον καταυλισμό και παίρνει θέση μάχης. Με τους πρώτους πυροβολισμούς, οι απεργοί ανταπαντούν. Οταν, μετά από πολύωρη μάχη, ο Τίκας ζητάει να μιλήσει με τον λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ, ο τελευταίος τον χτυπά με τον υποκόπανο του όπλου του, ενώ η «εθνοφρουρά» τον πυροβολεί πισώπλατα και κατόπιν εισβάλλει στον καταυλισμό. Καίει σκηνές και σκοτώνει 18 άτομα, 10 εκ των οποίων είναι παιδιά, τριών μηνών έως 11 ετών.

Απεργοί στο Λάντλοου του Κολοράντο το 1914
Απεργοί στο Λάντλοου του Κολοράντο το 1914
Η πρωτόγνωρη φρίκη αυτού του εγκλήματος θα εμπνεύσει τον Απτον Σίνκλερ, ο οποίος θα γράψει το μυθιστόρημα Ο βασιλιάς άνθρακας (1917). Στο εν λόγω λογοτεχνικό έργο, ο Σίνκλερ παρακολουθεί και καταγράφει την πορεία ενός ανθρώπου προς τη συνειδητοποίηση της πιο απλής και ταυτοχρόνως δύσκολης πραγματικότητας: ότι ο ίδιος είναι τέκνο της ταξικής προέλευσής του, η οποία διαμορφώνει την ιδεολογία και τη στάση ζωής του. Ο Χαλ Γουόρνερ είναι γιος μεγιστάνα του άνθρακα και φοιτητής στο Κολέγιο Χάριγκαν, το οποίο ανήκει στον επίσης μεγιστάνα του άνθρακα, Πίτερ Χάριγκαν. Ο νεαρός Χαλ, στο πλαίσιο του θερινού τμήματος εφαρμοσμένης κοινωνιολογίας, αποφασίζει να μετονομαστεί σε Τζόε Σμιθ και να πιάσει δουλειά στα ορυχεία του Χάριγκαν. Θέλει να παρατηρήσει «χωρίς καμιά προκατάληψη» «τον κόσμο της βιομηχανίας», από τη θέση εκείνου που πουλάει την εργατική δύναμή του. Τι το αξιοπερίεργο, άραγε, ανακαλύπτει ο Χαλ, ζώντας ως ένας από εκείνους που κάνουν «τους τροχούς της βιομηχανίας να γυρίζουν»; Ανακαλύπτει ανθρώπους, παραμορφωμένους από τις συνθήκες εργασίας, που περπατούν «με το κεφάλι και τους ώμους γερμένους, τα χέρια κρεμασμένα, ώστε όποιος τους έβλεπε ...να βγαίνουν από τη στοά νόμιζε ότι ήταν φάλαγγα μπαμπουίνων». Ζουν σε καλύβες ή παραπήγματα που τους νοικιάζει η εταιρεία. Το παντοπωλείο, ο παντοπώλης, που εκτελεί και χρέη δικαστή, το σχολείο, η επιτροπή διαχείρισής του, ο γιατρός, ο σερίφης και ο γερουσιαστής, όλοι και όλα ανήκουν, ελέγχονται και υπηρετούν την εταιρεία. Αυτή ελέγχει και επιβάλλει στους «μπαμπουίνους» των σκοτεινών στοών τους όρους της όποιας επιβίωσής τους. Αυτή τους καταδικάζει στον αλκοολισμό μετά από ατέλειωτες ώρες δουλειάς, πουλώντας τους η ίδια το αλκοόλ στα σαλούν που έχει στην ιδιοκτησία της. Αυτή χρηματοδοτεί την εκστρατεία των γραφείων ευρέσεως εργασίας για να πειστούν οι στρατιές των προλετάριων και των εξαθλιωμένων στη μακρινή Ασία και την Ευρώπη ότι στην άλλη μεριά του Ατλαντικού βρίσκεται γι' αυτούς η Γη της Επαγγελίας.

Γιατί, όμως, αυτές οι στρατιές επιμένουν να δουλεύουν και να ζουν σε αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες; Γιατί δεν επιλέγουν κάτι άλλο; Τι τους κρατάει δέσμιους στην αθλιότητα; Αυτά τα ερωτήματα βασανίζουν τον Χαλ, στην αρχή της νέας του ζωής. Ως Χαλ Γουόρνερ έχει επιλέξει να μπει στην επικράτεια του Βασιλιά Ανθρακα, γιατί ο ίδιος ζει ελεύθερος να επιλέγει και να υλοποιεί την επιλογή του. Οποια στιγμή θέλει μπορεί να φύγει από την κόλαση των ορυχείων και να επιστρέψει στο «φωτεινό σαλούν», στο δικό του κόσμο, και να πει σε όλους «τους θαμώνες και τους περαστικούς πόσο γραφικά ήταν, τι ενδιαφέρουσα εμπειρία χάνουν!». Ως Τζόε Σμιθ είναι υποχρεωμένος να δίνει προμήθεια από το μισθό του στον εργοδηγό που του έδωσε την άδεια να δουλεύει στο ορυχείο, να μένει στην άθλια πανσιόν που του επιβάλλει η εταιρεία, να ψηφίζει στις εκλογές το κόμμα που θέλει η εταιρεία, να βγάζει καθημερινά τόνους άνθρακα και να πληρώνεται μόνο για λίγα κιλά. Για τους Τζόε Σμιθ που νιώθουν ασφυξία στην επικράτεια του Βασιλιά Ανθρακα δεν υπάρχει άλλη προοπτική στον έξω κόσμο «από αυτήν του λούστρου παπουτσιών σε κατάστημα και του καθαριστή νιπτήρων στις τουαλέτες κάποιου ξενοδοχείου, να παραδίδει τα φιλοδωρήματα στο χοντρό αφεντικό του». Η ανάγκη της επιβίωσης είναι αλυσίδα που δεν αφήνει τους Τζόε Σμιθ να ξεφύγουν από την αθλιότητα στην οποία γεννήθηκαν, δεν τους επιτρέπει να επιλέξουν τους όρους της εκμετάλλευσής τους. Και η επίκληση στο νόμο; Στην πατρίδα; Εδώ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δισυπόστατα για τον ήρωα του μυθιστορήματος. Ο Χαλ Γουόρνερ, λευκός, Αμερικανός, γιος μεγιστάνα του άνθρακα, μεγαλώνει με πίστη στο νόμο που του εξασφαλίζει μια ζωή απαλλαγμένη από τη σκλαβιά της μισθωτής εργασίας. Οι έννοιες «ατομισμός, laissez faire, ελεύθερη διαπραγμάτευση, το δικαίωμα του ανθρώπου να δουλεύει για όποιον θέλει» αποτελούν θεωρητικές αξίες για τον Χαλ Γουόρνερ, μέχρι που επιλέγει την ταυτότητα του Τζόε Σμιθ. Τότε αντιλαμβάνεται «πώς δουλεύουν οι θεωρίες». Για τον κόσμο των Χαλ Γουόρνερ είναι αυτονόητες, γι' αυτό και δεν αμφισβητείται η εφαρμογή τους. Για τον κόσμο των Τζόε Σμιθ είναι απλώς εργαλεία για να διατηρεί την επιβολή του ο Βασιλιάς Ανθρακας. Θεωρητικά, οι Τζόε Σμιθ μπορούν να διεκδικήσουν τα νομικά δικαιώματά τους, αλλά αν το κάνουν γίνονται «έρμαια της διάθεσης του εργοδηγού» και λεία του αστυνόμου, του δικαστή και του κυβερνήτη.

Οσο για την έννοια της πατρίδας, αυτή εμφανίζεται διασπασμένη σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από έναν κεντρικό άξονα. Υπάρχει η μητέρα πατρίδα, η Αμερική, με το «συντεταγμένο» κράτος και μέσα σ' αυτήν υπάρχουν οι περιφραγμένες περιοχές ορυχείων με το δικό τους «συντεταγμένο» κράτος. Με τη σειρά τους, οι τελευταίες περικλείουν μικρογραφίες του έξω κόσμου όπου οι Αμερικανοί, οι Εγγλέζοι και οι Σκοτσέζοι υποτιμούν τους Ουαλούς και τους Ιρλανδούς. Οι Ουαλοί και οι Ιρλανδοί υποτιμούν τους Ιταλούς και τους Γάλλους. Οι Ιταλοί και οι Γάλλοι τους Πολωνούς, τους Μαγυάρους, αυτοί με τη σειρά τους τους Ελληνες, τους Βούλγαρους και τους Μαυροβούνιους κ.λπ. Ο ένας υποπτεύεται και υπονομεύει τον άλλον κι όλοι μαζί υπακούν, φοβούνται και υποτάσσονται στον κεντρικό άξονα: τον Βασιλιά Ανθρακα. Αυτός είναι η ραχοκοκαλιά της πατρίδας, γι' αυτόν δουλεύει «η συντεταγμένη πολιτεία», αυτόν υπερασπίζεται ο κυβερνήτης, ο δικαστής, ο αστυνόμος κι ο παπάς. Αυτός είναι ο μαέστρος που διευθύνει τη συμφωνική που λέγεται πατρίδα, η οποία αλλιώς ακούγεται στις «φάλαγγες των μπαμπουίνων» που σέρνονται στις σκοτεινές στοές των ορυχείων για να επιβιώσουν, και άλλον ήχο εκπέμπει για τα μέλη στη λέσχη της υψηλής κοινωνίας, τα οποία απολαμβάνουν τα κέρδη της διακίνησης του άνθρακα «χωρίς να γνωρίζουν το παραμικρό για τα καχεκτικά, κατσιασμένα πλάσματα του σκότους, και ούτε εκείνα να γνωρίζουν κάτι» για τον κόσμο της αφθονίας.

Η κατακρήμνιση των στερεοτύπων και των δεδομένων με τα οποία μεγαλώνει, ανατρέφεται και πορεύεται στη ζωή του ο Χαλ, τον οδηγούν στην πιο ζωογόνα αποκάλυψη της νιότης του: η ζωή, και συνεπώς η ιστορική καταγραφή της, κινείται στην αμείλικτη αντιπαράθεση κεφαλαίου - εργασίας, στην οποία δεν υπάρχουν παρατηρητές και αμέτοχοι, και η οποία δεν λύνεται όσο διατηρούνται οι όροι της ύπαρξής της, δηλαδή η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η ένταξη στην ταξική διαπάλη δεν είναι επιλογή, αλλά αναγκαιότητα υπαγορευμένη από την ταξική προέλευση κάθε ανθρώπου, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στη θεωρητική και έμπρακτη τοποθέτησή του: Είτε με την τάξη του Βασιλιά Ανθρακα η οποία, με όπλο το κράτος, παλεύει για τη διαιώνισή της συντρίβοντας και υποτάσσοντας τους σκλάβους της μισθωτής εργασίας, είτε με τις στρατιές των κολασμένων που παλεύουν για να σπάσουν τα ταξικά δεσμά υποταγής και εκμετάλλευσης που επιβάλλει ο Βασιλιάς Ανθρακας και η τάξη του.


Βασιλεία ΠΑΠΑΡΗΓΑ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ