Σημείο αναφοράς στην Ιστορία της Εβδομης Τέχνης «Ο Χρυσοθήρας» είχε γυριστεί και προβληθεί το 1925 ως απολύτως βωβή ταινία. Η εξάπλωση και καθιέρωση του ομιλούντος κινηματογράφου στις αρχές της δεκαετίας του 1930 έθεσε νέα δεδομένα για τον ευφυή Αγγλο ηθοποιό, σκηνοθέτη, σεναριογράφο και παραγωγό Τσάρλι Τσάπλιν. Ετσι δεκαεφτά χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της ταινίας του, ο Τσάπλιν αποφάσισε να επανεκδώσει την ταινία του με μουσική επένδυση την οποία υπέγραφε ο ίδιος. Εκτοτε για τους περισσότερους θεατές κορυφαίες σκηνές όπως το εορταστικό δείπνο που περιλαμβάνει ένα βραστό μποτάκι ή η έξοχη, επιτραπέζια χορογραφία που εκτελεί ο Σαρλό με δύο ψωμάκια καρφωμένα σε δύο πιρούνια, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις αντίστοιχες μελωδίες.
Η μουσική εκπαίδευση του Τσάπλιν υπήρξε ελάχιστη. Περιοριζόταν σε σποραδικά μαθήματα βιολιού και τσέλου που είχε λάβει νέος. Ομως, διέθετε εξαιρετικό μουσικό αισθητήριο και είχε σαφή άποψη για τη μουσική που θα συνόδευε τη δράση στην οθόνη. Αξιοποίησε επαγγελματίες ενορχηστρωτές, στους οποίους έπαιζε ή τραγουδούσε τις μελωδίες που είχε στο μυαλό του, ούτως ώστε εκείνοι να αποτυπώσουν τις ιδέες του στην παρτιτούρα.
Γράφοντας μ' αυτόν τον τρόπο τη μουσική για τον «Χρυσοθήρα», δύο χρόνια αφότου είχε δοκιμαστεί για πρώτη φορά στη σύνθεση υπογράφοντας τις μελωδίες που ακούγονταν στο «Μεγάλο Δικτάτορα», ο Τσάπλιν επεδίωκε πρωτίστως να οξύνει την αφηγηματικότητα κάθε σκηνής. Και πράγματι, η μουσική για τον «Χρυσοθήρα», υποψήφια μάλιστα για «Οσκαρ» το 1943, είναι έντονα περιγραφική, εκφράζοντας ηχητικά έννοιες, όπως η αγάπη, η σύγκρουση, η πείνα ή η περηφάνια, αλλά και πιο απτά φαινόμενα, όπως έναν λόξιγκα ή ένα χιονοπόλεμο. Με λειτουργικό τρόπο, ο Τσάπλιν ενσωμάτωσε επίσης «δάνεια» τόσο από δημοφιλή τραγούδια της εποχής, όσο και από γνωστά έργα του κλασικού ρεπερτορίου, όπως είναι το Πέταγμα της μέλισσας του Ρίμσκι - Κόρσακοφ, το βαλς από την Ωραία Κοιμωμένη του Τσαϊκόφσκι και μία μελωδία από την Ρομάντσα, έργο 118 αρ. 5 του Μπραμς για πιάνο.