Αναλλοίωτος, πάντως, μένει ο πυρήνας του νομοσχεδίου που αφορά σε ενσωμάτωση απόφασης της ΕΕ με την οποία μεθοδεύεται το ξαναγράψιμο της Ιστορίας στα μέτρα των καπιταλιστών και η ποινικοποίηση θέσεων και δράσεων που αντιπαλεύουν την εξουσία τους.
Πιο συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο φέρει τον τίτλο: «Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α΄ 139) και προσαρμογή του στην απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοέμβρη 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (L 328)». Το «ζουμί» του νομοσχεδίου εντοπίζεται σε άρθρο στο οποίο αναφέρεται: «Οποιος με πρόθεση προφορικά ή διά του Τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται τη σοβαρότητα εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και εγκλημάτων του ναζισμού και η συμπεριφορά αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, ή την αναπηρία, κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία, ή μίσος ή ενέχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα κατά μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους της τιμωρείται, με τις τιμές της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου».
Δηλαδή, οι διατάξεις του νομοσχεδίου δεν περιορίζονται στην καταδίκη των ναζιστικών θηριωδιών, αλλά επεκτείνονται και σε ό,τι θεωρεί ή βαφτίζει «έγκλημα πολέμου» και «γενοκτονία» η κυρίαρχη ιδεολογία, με γνώμονα την οποία κινούνται διεθνή δικαστήρια κι άλλοι ελεγχόμενοι οργανισμοί.
Το πρόσχημα, που προβάλλεται, ότι το νομοσχέδιο έρχεται ως απάντηση στον αυξανόμενο ρατσισμό, δεν ισχύει καθώς ο ίδιος ο τίτλος του αναφέρει πως αυτό γίνεται απλά για να εξειδικευτεί η απόφαση - πλαίσιο. Οσο για τον ισχυρισμό ότι η νομοθετική αυτή ρύθμιση έρχεται να καλύψει κενά της νομοθεσίας, τον καταρρίπτει το γεγονός ότι ο ίδιος ο νόμος 927 του 1979, που τώρα τροποποιείται, τιμωρεί ακόμη και τις προσβλητικές ρατσιστικές εκφράσεις. Μάλιστα, με τροπολογία που ψηφίστηκε το 2001, τα παραπάνω εγκλήματα διώκονται αυτεπάγγελτα.