«Η νέα ελληνική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να βάλει τέλος στις πολιτικές που επιτρέπουν την ασυδοσία των εργοδοτών, την ακραία εκμετάλλευση, τον εξευτελισμό των εργαζομένων, που τα τελευταία χρόνια είδαν τις αποδοχές τους να περικόπτονται, τα δικαιώματά τους να εξανεμίζονται, τις ζωές να καταστρέφονται στο όνομα μιας πολιτικής που θεωρεί ότι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας εξαρτάται από το ύψος των μισθών και από το βαθμό απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Εμείς απορρίπτουμε αυτή την αντίληψη. Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να στηριχθεί στη φτηνή και χωρίς δικαιώματα εργασία, αλλά μονάχα στην καινοτομία, στην υψηλή τεχνολογία και την ποιότητα των αγαθών και των υπηρεσιών».
Το συγκεκριμένο απόσπασμα από την ομιλία του πρωθυπουργού, Αλ. Τσίπρα, κατά την παρουσίαση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, δε λέει όλη την αλήθεια ως προς την «ανταγωνιστικότητα» αλλά και ως προς το χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων και των μισθών των εργαζομένων. Η αστική πολιτική, ανεξάρτητα από το μείγμα πολιτικής διαχείρισης της κρίσης, τη δοσολογία στην επεκτατική ή περιοριστική πολιτική, πρόβαλλε τις μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ως πανάκεια για την καπιταλιστική ανάκαμψη. Για παράδειγμα, ο Μπ. Ομπάμα, ο οποίος εφάρμοσε ένα μείγμα πιο επεκτατικής πολιτικής, όχι μόνο πήρε μέτρα για μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στους μισθούς, όπως άλλωστε και όλη η Ευρωζώνη, αλλά τις εφαρμόζει μόνιμα, με συνέπεια τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, ενώ οι ΗΠΑ συμβουλεύουν και τη νέα ελληνική κυβέρνηση να προωθήσει ανάλογες μεταρρυθμίσεις.
Το θεμελιακό ζήτημα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Που σημαίνει δυνατότητα παραγωγής περισσότερων εμπορευμάτων στη μονάδα του χρόνου συγκριτικά με πριν. Θεμελιακός όρος για την επίτευξή της είναι ο εκσυγχρονισμός των μέσων παραγωγής, η εισαγωγή νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων. Η δυνατότητα να παράγονται περισσότερα στον ίδιο χρόνο (ή η ίδια ποσότητα σε λιγότερο χρόνο) έχει ως αποτέλεσμα να μπορούν να μειώνονται οι τιμές αυτών των προϊόντων, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις που το πετυχαίνουν να αυξάνουν τα μερίδιά τους στην αγορά, εκτοπίζοντας τους ανταγωνιστές τους. Αυτός ο στόχος προβάλλεται ως κάτι θετικό για τους εργαζόμενους ήδη από την περίοδο των μεγάλων ρυθμών ανάπτυξης της χώρας μας. Είναι όμως έτσι; Γιατί έτσι περίπου τα παρουσίασε ο πρωθυπουργός. Τι κρύβουν:
Ομως, ο πρωθυπουργός και η συγκυβέρνηση κρύβουν κάτι ακόμα. Οτι σε συνθήκες σημερινής διεθνοποίησης με την εισαγωγή εκατομμυρίων εργατικού δυναμικού της Κίνας, της Βραζιλίας, της Ινδίας στη διεθνή καπιταλιστική αγορά η πίεση για μείωση των μισθών στο πλαίσιο του ανταγωνισμού είναι μια πραγματικότητα. Επιδρά στην ανταγωνιστικότητα του συνόλου της ΕΕ και της Ευρωζώνης σε διεθνές επίπεδο. Γιατί - έστω και προσωρινά - η μείωση των μισθών σημαίνει μείωση του κόστους παραγωγής, άρα και δυνατότητα μείωσης των τιμών των εμπορευμάτων που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα στη διεθνή αγορά. Αν τα πράγματα άλλωστε είναι διαφορετικά γιατί δεν προχωρά η κυβέρνηση σε αύξηση των μισθών με νόμο, στην κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων της προηγούμενης πενταετίας αλλά και παλιότερα; Γιατί πολύ απλά κάτι τέτοιο θα δυσκόλευε το στόχο του κεφαλαίου για εξασφάλιση του ιδανικού γι' αυτό ποσοστού κέρδους, θα μείωνε το ενδιαφέρον για επενδύσεις. Γι' αυτό άλλωστε το μόνο που υπόσχεται η κυβέρνηση είναι η κατάργηση της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου που μείωσε τον κατώτατο μισθό από τα 751 ευρώ αφήνοντας στη συνέχεια στις διαπραγματεύσεις τι ακριβώς θα γίνει και εφόσον υπάρξει συμφωνία με τους εργοδότες και ανάλογα με την πορεία της οικονομίας και τη συμφωνία με την ΕΕ και τους δανειστές!