Πρόκειται για «κωλοτούμπα»; Τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα πρωτοτυπήσει, όπως επανειλημμένα και κουραστικά επαναλαμβάνει ο πρόεδρός του και πρωθυπουργός; Μήπως πρόκειται για έναν τακτικό ελιγμό με σκοπό να εξυπηρετηθεί ο τελικός σκοπός; Μια έξυπνη τακτική, δείγμα εξαιρετικής καπατσοσύνης; Ενα αποτέλεσμα της «θεωρίας των παιγνίων»;
Αυτό που αποδείχθηκε -και από την πείρα των τελευταίων βδομάδων- είναι ότι ο διαχωρισμός «μνημόνιο - αντιμνημόνιο», που χαρακτήρισε όλη την προηγούμενη περίοδο την πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας, δε σηματοδοτεί κάποιον βαθύ ανειρήνευτο διαχωρισμό, κάποια αγεφύρωτη αντίθεση. Για τον απλούστατο λόγο ότι η αντιπαράθεσή τους αφορά το πώς θα εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα της ίδιας τάξης, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, των μονοπωλίων, του κεφαλαίου. Δηλαδή, αν με περισσότερη ή λιγότερη περιοριστική πολιτική θα πρέπει να στηριχθεί η προσπάθεια για καπιταλιστική ανάκαμψη. Δεν έχει σημασία πώς προπαγανδιστικά και σημειολογικά παρουσιάστηκε αυτό το ζήτημα προεκλογικά, δηλαδή ως αντίθεση για λογαριασμό των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων, η ουσία είναι ότι εκφράζει μια ενδοαστική αντίθεση για αλλαγές στο μείγμα διαχείρισης, που δε φέρνει καμιά ουσιαστική διαφορά για το λαό, παρόλο που είναι σημαντική για αντιτιθέμενα τμήματα του κεφαλαίου.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγουν ορισμένες δηλώσεις των τελευταίων ημερών σε παρεμβάσεις των στελεχών της κυβέρνησης. Πρώτος απ' όλους, ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, δήλωσε στην ομιλία του για τις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή ότι η πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης κατάφερε να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα και να δημιουργήσει πρωτογενή πλεονάσματα, συμπλήρωσε βέβαια πως αυτό πραγματοποιήθηκε με μεγάλο «ανθρωπιστικό κόστος». Σε ανάλογο πνεύμα κινήθηκαν και οι παρεμβάσεις του υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Βαρουφάκη, στο Γιούρογκρουπ, θεωρώντας ότι τα «επιτεύγματα» της προηγούμενης κυβέρνησης είναι το σημείο εκκίνησης για τη σημερινή. Εδώ υπάρχει μια αλήθεια. Η εφαρμογή κάθε μείγματος διαχείρισης γίνεται αναγκαία σε διαφορετικές φάσεις της πορείας της καπιταλιστικής οικονομίας. Οσο αναγκαία ήταν τα πιο αυστηρά περιοριστικά μέτρα στην προηγούμενη φάση άλλο τόσο είναι αναγκαία σήμερα τα λιγότερο περιοριστικά μέτρα, προκειμένου να στηριχθεί η ανάκαμψη, αφού, όπως τονίζουν και κυβερνητικά στελέχη, «ιδιωτικές επενδύσεις δεν μπορεί να έρθουν χωρίς την κρατική ενίσχυση», χωρίς δηλαδή να προσφέρεται χρήμα από το κράτος. Το γεγονός ότι προκρίνονται μια σειρά λιγότερο περιοριστικά μέτρα δε σημαίνει ότι αμφισβητείται το συνολικό πλαίσιο των συνθηκών και των κανόνων της ΕΕ, των πολιτικών απελευθέρωσης αγορών, των ιδιωτικοποιήσεων, του πλαισίου θωράκισης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, παρόλο που μπορεί να αλλάζουν και οι τρόποι που αυτός ο στόχος θα υλοποιηθεί. Για παράδειγμα, θα υλοποιηθεί με την περαιτέρω μείωση των ήδη τσακισμένων μισθών ή με τη μείωση του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους; Είτε έτσι είτε αλλιώς οι εργαζόμενοι θα το πληρώσουν. Σε κάθε περίπτωση, το πέρασμα από το ένα μείγμα διαχείρισης στο άλλο είναι συνηθισμένο στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης, βεβαίως η αλλαγή αυτή απαιτεί τις κατάλληλες πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να την υλοποιήσουν. Αυτό το χαρτί έπαιξε ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά, αυτό παίζει σήμερα η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Ενώ, λοιπόν, για το κεφάλαιο ανοίγονται προοπτικές για πιο αποτελεσματική στήριξη των προσπαθειών ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, για το λαό είμαστε μία από τα ίδια. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, καμιά «κωλοτούμπα» δεν κάνει ως προς τις δεσμεύσεις του προς το κεφάλαιο, ότι θα στηρίξει κρατικά την ανάκαμψη, ότι θα διαπραγματευτεί για λογαριασμό του ευνοϊκότερους όρους στην ΕΕ. Παρόλο, βεβαίως, που, στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε ένα καπιταλιστικό κράτος με ενδιάμεση θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα -σε όποιες πλάτες και αν στηρίζεται- και σε κράτη με μεγαλύτερη οικονομική ισχύ, είναι σίγουρο ότι ένας ενδεχόμενος συμβιβασμός θα είναι εις βάρος του πρώτου. «Κωλοτούμπα» κάνει όμως ως προς τις προσδοκίες που καλλιέργησε προεκλογικά στα εργατικά - λαϊκά στρώματα, ότι θα τους ξεφορτώσει από τα βάρη που τους φορτώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό άφηνε να εννοηθεί με την προεκλογική του συνθηματολογία για κατάργηση των μνημονίων και της λιτότητας.
Τελικά, από την οπτική των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, μια δρασκελιά χωρίζει το «μνημονιακό» από το «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο, τους «μερκελιστές» από τους «ομπαμιστές».