Με αφορμή τη διαδικασία με την οποία ψηφίστηκε στη Βουλή ο «τρομονόμος», αποκαλύφθηκε για μια ακόμη φορά η κάλπικη πραγματικότητα της δημοκρατίας γενικά στον καπιταλισμό, αλλά και των θεσμών της. Και λέμε κάλπικη γιατί πράγματι οι θιασώτες της θεμελιώνουν την «πεμπτουσία» της, προκειμένου να στηρίξουν τη μοναδικότητά της ως πολιτικού συστήματος, στην υποτιθέμενη «παλλαϊκότητά» της. Και βεβαίως το γεγονός ότι ένας από τους πιο βασικούς της θεσμούς, το Κοινοβούλιο, αναδεικνύεται υποτίθεται με τον πλέον ιδανικό τρόπο, τις παλλαϊκές εκλογές, με μυστική ψηφοφορία. Και όχι μόνον αυτό, αλλά υποτίθεται ότι όλοι οι πολίτες, τυπικά ίσοι απέναντι σ' αυτές τις διαδικασίες, μπορούν να εκλέξουν αλλά και να εκλεγούν. Να συνέρχονται σε πολιτικά κόμματα, τα οποία επίσης υποτίθεται ότι παρουσιάζουν ισότιμα την πολιτική τους, τα προγράμματά τους, τη δράση τους μπροστά στο λαό, ο οποίος βεβαίως μπορεί να κρίνει και με τις εκλογές να διαμορφώσει το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, να διαμορφώσει πλειοψηφίες και μειοψηφίες, και βεβαίως στη συνέχεια τα κόμματα και οι βουλευτές, ανάλογα με τη δύναμη που απέκτησαν μέσω των εκλογών, να λειτουργούν και να δρουν, στο όνομα των εκλογέων και για τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Επομένως υπάρχει ανισότητα και αυτή είναι η αντικειμενική πραγματικότητα. Δε θα σταθούμε εδώ στο ζήτημα της ταξικής συνείδησης, δηλαδή της συνείδησης των πραγματικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, που σε τελευταία ανάλυση καθορίζει και την πραγματικότητα που περιγράφουμε. Θα σταθούμε στους υλικούς όρους που διαμορφώνουν αυτή την πραγματικότητα και που καθορίζουν την ανισοτιμία σ' αυτό που συμβαίνει.
Η απάντηση στο απλό ερώτημα, «έχει τις ίδιες υλικές (οικονομικές) προϋποθέσεις ο εργάτης με τον καπιταλιστή να συγκροτήσουν πολιτικό κόμμα, να συνέρχονται ισότιμα, να αντιπαρατεθούν ισότιμα, να έχουν τα ίδια μέσα για την πραγματοποίηση όλων των διαδικασιών που θα δημιουργεί τις συνθήκες ώστε ο λαός να μπορεί να κρίνει αντικειμενικά, ανεπηρέαστα και σύμφωνα με τα πραγματικά του συμφέροντα; Μα αυτό καθορίζεται από την καπιταλιστική ιδιοκτησία και την καπιταλιστική ιδιοποίηση της παραγωγής του πλούτου. Επομένως η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων αντιπαράθεσης των κομμάτων, από τα επιτελεία διαμόρφωσης πολιτικής και προπαγάνδας έως τα μέσα προώθησής τους, ανήκουν στην αστική τάξη. Επιτελεία ειδικών για κάθε ζήτημα, διάφορα ιδρύματα, ινστιτούτα, ως και πανεπιστήμια, ο Τύπος και τ' άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και η ίδια η νομοθεσία (εκλογικοί νόμοι που αναδεικνύουν σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία κόμμα που είναι μειοψηφία στο λαό), άλλοι θεσμοί και ολόκληρο το εποικοδόμημα, όλα είναι στην υπηρεσία της αστικής τάξης, αφού έχει την οικονομική δυνατότητα να τα διατηρεί, να τα λειτουργεί και να τα αναπαράγει σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα. Αντίθετα, η εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Παρ' όλ' αυτά οι αστοί προπαγανδιστές, δημοσιολόγοι, τα κόμματά τους, δε φείδονται να μιλούν για ελευθερία του συνέρχεσθαι, του Τύπου κλπ., και μάλιστα πλέρια, γεγονός που καθορίζει και την υποτιθέμενη ισοτιμία σ' αυτή τη δημοκρατία.
Ακόμη, η ελευθερία του εκλέγειν και εκλέγεσθαι είναι απατηλή, αφού ο εργάτης ή ο φτωχός αγρότης δεν έχουν την ίδια οικονομική δυνατότητα για τον πολιτικό στίβο με την πλουτοκρατία. Εξαρτώνται δε απ' αυτήν και τα πολιτικά της κόμματα με χίλια δύο νήματα. Από το φόβο της ανεργίας, τα χρέη από τραπεζικά δάνεια των αγροτών και των ΕΒΕ, έως το ρουσφέτι και την υποσχεσιολογία, ή και την εξαγορά, η χειραγώγηση των λαϊκών συνειδήσεων έχει γερή βάση.
Να πώς τοποθετούσε ο Λένιν το ζήτημα: «Οι Σάιντεμαν και οι Κάουτσκι, οι Αούστερλιτς και οι Ρένερ πασχίζουν να πείσουν τους εργάτες ότι οι εκλογές για Συνταχτική Συνέλευση που γίνονται τώρα στη Γερμανία και στην Αυστρία διεξάγονται "δημοκρατικά". Αυτό είναι μια ψευτιά γιατί στην πραγματικότητα οι καπιταλιστές, οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες, οι κερδοσκόποι κρατούν στα χέρια τους τα 9/10 από τα καλύτερα οικήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συγκεντρώσεις και τα 9/10 των αποθεμάτων χαρτιού των τυπογραφείων κλπ. Ο εργάτης στην πόλη, ο εργάτης γης και ο μεροκαματιάρης στο χωριό, στην πραγματικότητα αποκλείονται από τη δημοκρατία τόσο με το "ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας",... όσο και με τον αστικό μηχανισμό της κρατικής εξουσίας, δηλαδή με τους αστούς υπάλληλους, με τους αστούς δικαστές κλπ. Στη γερμανική "ρεπουμπλικάνικη" (αστικοδημοκρατική) δημοκρατία, η τωρινή "ελευθερία του συνέρχεσθαι και του Τύπου" είναι ψευτιά και υποκρισία, γιατί στην πραγματικότητα σημαίνει ελευθερία για τους πλουσίους να αγοράζουν και να εξαγοράζουν τον Τύπο, ελευθερία των πλουσίων να δηλητηριάζουν το λαό με την ψευτιά του αστικού Τύπου, ελευθερία των πλουσίων να έχουν στην "ιδιοκτησία" τους τα τσιφλικάδικα οικήματα, τα καλύτερα κτίρια κλπ.» (Απαντα, 5η έκδοση τόμος, 37, σελ. 391).
Επομένως, το «να μιλάει κανείς για καθαρή δημοκρατία, για δημοκρατία γενικά, για ελευθερία, για παλλαϊκότητα, όταν οι εργάτες και όλοι οι εργαζόμενοι είναι πεινασμένοι, γυμνοί, ρημαγμένοι, καταπονημένοι και όχι μόνο από τη μισθωτή δουλιά αλλά και από τον τετράχρονο ληστρικό πόλεμο, ενώ οι καπιταλιστές και οι κερδοσκόποι εξακολουθούν να έχουν στα χέρια τους την αποκτημένη με ληστείες "ιδιοκτησία" και τον "έτοιμο" μηχανισμό της κρατικής εξουσίας, σημαίνει χλευασμό των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων» (Λένιν, Απαντα, τ. 37, σελ. 389).