Κυριακή 15 Ιούλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
«ΤΡΕΛΕΣ ΑΓΕΛΑΔΕΣ»
Θανατηφόρο αντίτιμο των τρελών κερδών
  • Τεράστιες οι ευθύνες της κυβέρνησης, που μέχρι πριν λίγες μέρες διαβεβαίωνε ότι η χώρα μας βρίσκεται στο απυρόβλητο
  • Οι διατροφικές κρίσεις είναι από τις πλέον καραμπινάτες περιπτώσεις της ασυδοσίας του κεφαλαίου
  • Θέλουν την ελληνική αγορά καταναλωτική «χαβούζα» της ΕΕ

Μέχρι να εντοπιστεί το πρώτο κρούσμα «τρελής αγελάδας», οι αρμόδιοι... σφύριζαν αδιάφορα. Διαβεβαίωναν, μάλιστα, με κάθε ευκαιρία και σε όλους τους τόνους πως η χώρα μας βρίσκεται στο απυρόβλητο. Δεν υπάρχει - καθησύχαζαν - κανένας απολύτως κίνδυνος, επειδή τάχα τα συστήματα ελέγχου που είχε αποφασίσει η κυβέρνηση και το υπουργείο Γεωργίας ήταν επαρκώς αποτελεσματικά. Δε χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να καταλάβει κανείς ότι επρόκειτο για μια ανεύθυνη και επικίνδυνη, για τη δημόσια υγεία, τακτική. Απλή και χαρακτηριστική απόδειξη, οι δηλώσεις που γίνονται τώρα, μετά την πάνδημη ανησυχία που εκδηλώνεται με αφορμή την περίπτωση του Κιλκίς. Τώρα το γύρισαν και στη θέση της απόλυτης διαβεβαίωσης προτάσσουν την άποψη ότι «κανένας δεν είναι απόλυτα προστατευμένος». Ολοι μας, θα λέγαμε εμείς, είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι από τις μεθόδους που ακολουθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις κρεατοπαραγωγής και παραγωγής ζωοτροφών, οι οποίες λειτουργούν έχοντας ως αποκλειστικό κριτήριο για την αποτελεσματικότητα της ύπαρξής τους το υπερκέρδος. Αυτό, χάριν του οποίου εκπονούνται, γίνονται και νομιμοποιούνται τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ανθρωπότητας. Γιατί αν θέλουμε να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, η καπιταλιστική ασυδοσία, και οι αλχημείες στον τομέα της δημόσιας διατροφής, που χάριν του κέρδους θέτει σε κίνδυνο την υγεία ολόκληρων κοινωνιών, μόνο έγκλημα μπορεί να χαρακτηριστεί, ανεξάρτητα από τον τρόπο που θέλουν να το προσεγγίζουν οι κυβερνώντες σε Ελλάδα και ΕΕ.

Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το διατροφικό σκάνδαλο που απειλεί ολόκληρη την Ευρώπη, ξαναφέρνοντας στο νου μας ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ίδιου του καπιταλισμού. Του εκμεταλλευτικού αυτού κοινωνικοπολιτικού συστήματος που διαφέρει από τα προηγούμενα ομοειδή του κύρια ως προς το ρόλο που παίζει στα πλαίσιά του η ίδια η παραγωγή. Ετσι, ενώ στα προηγούμενα επίσης εκμεταλλευτικά συστήματα η παραγωγή καθοριζόταν από τις ανάγκες της κοινωνίας για κατανάλωση συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών, στον καπιταλισμό η διαδικασία της παραγωγής είναι υποταγμένη και καθοδηγούμενη από το ίδιο το κέρδος. Το αναμενόμενο - προσδοκώμενο κέρδος καθορίζει τι, πόσο, πού, από ποιους και, βεβαίως, πώς θα παραχθεί. Και ιδού πώς αποκαλύπτεται σήμερα ενώπιον των λαών το «νόμισμα» διατροφή - διατροφική αλυσίδα, από τη σκοπιά του κέρδους. Τη μία όψη του τη συναντούμε στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Εκεί, πληθυσμοί εκατομμυρίων πεθαίνουν από την πλήρη στέρηση και την ασιτία, επειδή το κεφάλαιο, λόγω χαμηλής αγοραστικής δύναμης, κρίνει πως δεν υπάρχουν συμφέροντες -κερδοφόροι όροι για την παραγωγή τροφίμων. Η άλλη όψη είναι οι ζώνες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Εδώ όπου οι όροι παραγωγής τροφίμων είναι συμφέροντες, γιατί πέραν της φτώχειας υπάρχει και δοσμένη αγοραστική δύναμη, αλλά η υγεία και η ζωή του πληθυσμού κινδυνεύει από το είδος και την ποιότητα των τροφίμων που ρίχνουν στην αγορά τα μονοπώλια του κλάδου. Εδώ βρίσκεται και το κλειδί κατανόησης όχι μόνο του προβλήματος που αφορά τη νόσο των «τρελών αγελάδων», αλλά και κάθε παρέμβασης - παρεκτροπής στη διατροφική αλυσίδα (διοξίνες στο γάλα, μεταλλαγμένα οπωρολαχανικά κλπ.).

Η αλχημεία του κέρδους

Για τη νόσο των «τρελών αγελάδων» έχουν ειπωθεί πολλά. Οπως ακριβώς οι αλχημιστές είχαν βαλθεί την περίοδο του Μεσαίωνα να μετατρέψουν τα κοινά μέταλλα σε χρυσάφι, έτσι και οι σύγχρονοι απατεώνες του κέρδους επιχειρούν να μεταλλάξουν τα φυσικά χαρακτηριστικά και τον κύκλο εξέλιξης των ζώων, που προσφέρουν κρέας, γάλα, γαλακτοκομικά προϊόντα, δέρμα κ.ο.κ. για εκμετάλλευση. Με πολύ απλά λόγια, σε ό,τι αφορά τις αγελάδες, ο στόχος ήταν ένας και μοναδικός: Σε αισθητά μικρότερο χρόνο να δημιουργήσουν αγελάδες που θα παράγουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες κρέατος και να προσφέρουν πολύ περισσότερο γάλα. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται παράλληλα μείωση του κόστους παραγωγής και αύξηση των υπό εκμετάλλευση προϊόντων. Την πρωτιά, σύμφωνα με τα όσα είναι γνωστά μέχρι σήμερα, την έχουν οι Βρετανοί. Στη Μ. Βρετανία εντοπίστηκε τη δεκαετία του '80 το πρώτο κρούσμα σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας. Οι ειδικοί λένε ότι η αρρώστια προκλήθηκε επειδή στις αγελάδες δόθηκαν τροφές που περιείχαν μολυσμένους ιστούς. Η εκδήλωση του πρώτου κρούσματος βέβαια και οι εξηγήσεις που τότε δόθηκαν δεν ήταν παρά η κορυφή του παγόβουνου. Στην πραγματικότητα, πάνω από 15 χρόνια τώρα έχουν εντοπιστεί, σχεδόν πλήρως, τα αίτια που προκαλούν την ασθένεια, αλλά, επειδή πίσω από αυτά βρίσκονται οι πολυεθνικές παραγωγής ζωοτροφών, δεν έχει παρθεί κανένα ουσιαστικό μέτρο.

Τέσσερα ζητήματα θα μπορούσε κανείς να σημειώσει με αφορμή και το κρούσμα που εκδηλώθηκε στη χώρα μας.

Πρώτον: Η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια στα βοοειδή είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δημιουργήματα του κυνηγητού του κέρδους στον τομέα της κτηνοτροφίας. Μεγάλες καπιταλιστικές -καθετοποιημένες μονάδες εκμετάλλευσης ζώων και πολυεθνικές παραγωγής ζωοτροφών, στην προσπάθειά τους να μειώσουν το κόστος παραγωγής κρέατος, δεν υπολόγισαν και δεν υπολογίζουν τίποτα. Ούτε τις επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, ούτε τις μακρόχρονες συνέπειες για το ζωικό κεφάλαιο, απολύτως τίποτα. Ετσι επειδή η εκτροφή με φυσικές τροφές απαιτεί χρόνο και ο χρόνος είναι εχθρός του κέρδους, ενέσκηψε μια νέα μορφή βιομηχανοποιημένων ζωοτροφών. Από επεξεργασμένα ζωικά υποπροϊόντα, ακόμα και πτώματα ζώων, παρήγαγαν κρεατάλευρα, τα οποία αναμείχθηκαν με άλλα άλευρα και το κατασκεύασμα αυτό δόθηκε ως τροφή στα μηρυκαστικά. Ζώα, δηλαδή, που σ' όλη τους την εξέλιξη πάντα θρέφονταν και αναπτύσσονταν με φυτικές τροφές, υποχρεώθηκαν να γίνουν σαρκοφάγα.

Καταναλωτική χαβούζα

Δεύτερον: Τις τελευταίες μέρες απασχολεί το ζήτημα πώς έφτασε η νόσος στην Ελλάδα. Η απάντηση είναι τραγικά απλή. Εφτασε μέσω της... ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Με τις ανεξέλεγκτες μετακινήσεις και εισαγωγές ζωικού κεφαλαίου. Μέσω της αγοράς στα πλαίσια της οποίας η Ελλάδα μετατρέπεται σταδιακά σε καταναλωτική «χαβούζα» της ΕΕ. Επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων και της ΕΕ, μέσα από τα συστήματα των ποσοστώσεων, των προστίμων κ.ο.κ., είναι να μην επιτραπεί η παραπέρα αύξηση της κτηνοτροφίας στη χώρα, ούτε καν στο επίπεδο της ικανοποίησης των εγχώριων αναγκών της. Με δυο λόγια, με βάση την εφαρμοζόμενη πολιτική - που σε κάθε περίπτωση βέβαια πρέπει να αντιπαλεύεται μέχρι και την πλήρη ανατροπή της - η Ελλάδα βρίσκεται σ' ένα καθεστώς υποχρεωτικών εισαγωγών. Αυτό όμως αυτόματα σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από τα όσα διακηρύσσουν οι κυβερνώντες, η ελληνική αγορά ανά πάσα στιγμή θα απειλείται και θα είναι ευάλωτη σε κάθε ασθένεια, νόσο ή επιδημία ξεσπά σε οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ. Επιπρόσθετα, μια τέτοια πολιτική σχεδόν ακυρώνει κάθε προσπάθεια να χαρακτηριστούν κρέατα ως «ελληνικά», αφού από ένα σημείο και μετά... χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα σήμερα, εκτός από το έτοιμο προς κατανάλωση μοσχαρίσιο κρέας, εισάγονται μικρές αγελάδες και μοσχάρια, αγελάδες που βρίσκονται σε φάση κυοφορίας και σπέρμα που προορίζεται για αναπαραγωγή. Ο καθένας καταλαβαίνει ότι σε καμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν πρόκειται για ελληνικό κρέας.

Τρίτον: Η ασκούμενη πολιτική, πέρα από τις επιπτώσεις που έχει για την ελληνική κτηνοτροφία, είναι μια πολιτική που αφήνει τον Ελληνα εργαζόμενο ανυπεράσπιστο και ανοχύρωτο στις επιδιώξεις των πολυεθνικών. Απόδειξη ο τρόπος που γίνονται οι διάφοροι κτηνιατρικοί έλεγχοι. Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια οι αρμόδιες υπηρεσίες της χώρας είχαν την πλήρη ευθύνη ελέγχου για το σύνολο των εισαγωγών. Είτε επρόκειτο για ζωντανά ζώα, είτε για σφάγια προς άμεση κατανάλωση, τα πιστοποιητικά καταλληλότητας χορηγούνταν από τις αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες της χώρας. Αυτό όμως είναι παρελθόν. Τώρα, βάσει των ρυθμίσεων που έχουν αποφασιστεί σε επίπεδο ΕΕ, για οποιαδήποτε εισαγωγή η καταλληλότητα βασίζεται μόνο σε ένα πιστοποιητικό το οποίο εκδίδει ο κτηνίατρος της χώρας παραγωγής και όχι της χώρας προορισμού. Αυτό, όπως γίνεται κατανοητό, αποτελεί ιδιαίτερο πλήγμα ειδικά για τη χώρα μας, αφού αν και πρόκειται για μια αγορά που στηρίζεται κατ' εξοχήν στις εισαγωγές κρέατος, το «πράσινο φως» για το τι θα φάμε και τι είδους εισαγόμενα ζώα εκτρέφουμε, δίνεται από τους ενδιαφερόμενους... εξαγωγείς των προϊόντων κρέατος.

Τεράστιες ευθύνες

Τέταρτον: Οι ευθύνες της κυβέρνησης είναι τεράστιες, από όποια σκοπιά κι αν εξεταστούν. Ακολουθώντας κατά γράμμα και συμφωνώντας πλήρως με την πολιτική που αξιώνουν οι πολυεθνικές, το μόνο που κάνει είναι να θυσιάζει την υγεία του λαού και την ελληνική κτηνοτροφία στο βωμό των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου. Ειδικές και ξεχωριστές είναι οι ευθύνες που έχει η κυβέρνηση και ειδικά η ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας για τις διαβεβαιώσεις που έδιναν μέχρι και πρόσφατα για την ποιότητα των κρεάτων που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά. Διαβεβαιώσεις, που, όπως αποδείχτηκε, είχαν τόση αξία όσο και άλλων ομολόγων του Γ. Ανωμερίτη σε χώρες της ΕΕ, που απλά διαψεύστηκαν πιο γρήγορα από ό,τι οι δικές του. Η κυβέρνηση δεν έχει, μάλιστα, κανένα ελαφρυντικό, γιατί όταν προσπαθούσε να καθησυχάσει τον κόσμο ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, αξιοποιούσε διάφορες υπολογιστικές κομπίνες, επικαλούμενη τις μικρές ποσότητες εισαγόμενων ζωοτροφών, επιχειρώντας έτσι να συγκρίνει τις συμπυκνωμένης μορφής ζωοτροφές που εισάγονται από το εξωτερικό, με το... άχυρο που δίνουν οι Ελληνες κτηνοτρόφοι στα ζώα. Κι όμως, εδώ και πολύ καιρό το σύνολο των αρμοδίων επισήμαναν ότι είναι «θέμα χρόνου» να εκδηλωθεί και στη χώρα μας διατροφική κρίση. Οι ίδιοι ακόμα και σήμερα τονίζουν πως αν ελεγχθεί όλος ο ζωικός πληθυσμός, είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα βρεθούν και άλλα κρούσματα.

Το συμπέρασμα είναι πασιφανές: Σε μια Ευρώπη που κουμάντο κάνουν οι μεγάλες καπιταλιστικές κτηνοτροφικές μονάδες και οι πολυεθνικές παραγωγής ζωοτροφών, ενώ οι κυβερνήσεις χαράζουν πολιτικές στην κατεύθυνση της υιοθέτησης - εξυπηρέτησης των επιδιώξεών τους, οι λαοί - καταναλωτές βρίσκονται σε πλήρη ομηρία και ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνουν θύματα των διατροφικών κρίσεων που προκαλεί ο πόλεμος της κερδοφορίας. Αλλωστε, όπως εύστοχα σημειώνεται, η αγορά τροφίμων της ΕΕ σε τελευταία ανάλυση είναι ένα κοινό καζάνι όπου ανακατεύονται τα πάντα για να τραφεί το σύνολο των εργαζομένων.

Λύση η άλλη πολιτική

Το ερώτημα που προβάλλει είναι εύλογο: Σε περίπτωση που η χώρα δεν εξαρτιόταν από τις μεθοδεύσεις των πολυεθνικών της ΕΕ και της στήριξής τους από την κυβερνητική πολιτική, θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η ουσιαστική αντιμετώπιση των αιτιών που προκαλούν τα διατροφικά σκάνδαλα; Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη. Στο βαθμό που κριτήριο αποτελεσματικότητας για την όποιας μορφής κτηνοτροφία θα εξακολουθούσε να είναι το κέρδος, το όφελος θα ήταν από μηδαμινό, μέχρι και ανύπαρκτο.

Λύση στο όλο πρόβλημα θα μπορούσε να βρεθεί μόνο στα πλαίσια μιας ριζικά διαφορετικής πολιτικής. Μιας διαφορετικής κοινωνίας. Οπου στο κέντρο της προσοχής κάθε μέτρου και συνολικά θα είναι ο άνθρωπος και το σύνολο των πολιτών. Μιας κοινωνίας που θα επιδιώξει τη δυναμική προώθηση της ντόπιας κτηνοτροφίας, με βασικό μοχλό ανάπτυξης τον παραγωγικό συνεταιρισμό, ο οποίος, λειτουργώντας στα πλαίσια της λαϊκής οικονομίας, θα είναι σε θέση να προσφέρει προϊόντα ασφαλή και εγγυημένα για την υγεία του λαού, σε προσιτές τιμές για τους εργαζόμενους και εξασφαλίζοντας ικανοποιητικό εισόδημα για τους κτηνοτρόφους - μέλη των παραγωγικών συνεταιρισμών. Με τον τρόπο αυτό, μαζί με την αντιμετώπιση του - επίκαιρου για τις μέρες μας - προβλήματος που αφορά τη δημόσια υγεία, θα εξασφαλίζονται θέσεις απασχόλησης στην παραγωγική διαδικασία σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο (μεταποίηση) επίπεδο, μειώνοντας ταυτόχρονα την εξάρτηση της χώρας σε τρόφιμα -προϊόντα υψηλού κόστους, όπως είναι τα κτηνοτροφικά.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ