Κυριακή 20 Δεκέμβρη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ
Παρέμβαση για τον προσανατολισμό της ανάκαμψης

«Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών (...) συνεχίζουν να επεκτείνονται με 3,6% κατά μέσο όρο ετησίως από το 2009 και μέχρι το 2014 (...) Η βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και η μείωση της εσωτερικής ζήτησης τα τελευταία χρόνια έχουν συμβάλει στην μεγαλύτερη εξωστρέφεια του παραγωγικού προτύπου της χώρας.

Αποτελέσματα που θα ήσαν ακόμη θεαματικότερα εάν είχαμε καταφέρει να περιορίσουμε το κόστος της Ενέργειας στην παραγωγική διαδικασία, το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων και τα αντικίνητρα στην επιχειρηματικότητα και να βελτιώσουμε το τεχνολογικό επίπεδο των ελληνικών εξαγωγών (...) ώστε να αναβαθμιστεί αισθητά το καλάθι προϊόντων που εξάγει η χώρα».

***

Αυτά γράφει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του. Πρώτα απ' όλα, φαίνεται πως οι βιομήχανοι εστιάζουν τις απαιτήσεις τους ως προς τον επόμενο γύρο των μεταρρυθμίσεων στη μείωση του ενεργειακού και του «μη μισθολογικού» κόστους, που σημαίνει φτηνότερη Ενέργεια και παραπέρα απαλλαγή των επιχειρήσεων από τη συμμετοχή τους στο σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου να γίνουν πιο ανταγωνιστικές οι τιμές των προϊόντων που εξάγουν, χωρίς βέβαια να μειωθεί (αλλά να αυξηθεί κιόλας) το ποσοστό της κερδοφορίας τους.

Ολα αυτά, βέβαια, επιπρόσθετα στη «βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης», που την πλήρωσε με αιματηρές περικοπές και θυσίες ο λαός, αλλά και στις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που έγιναν και οι οποίες αφορούν κατά βάση ανατροπές στα μισθολογικά, εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, αναδιαρθρώσεις στην οικονομία που πλήττουν τους μικροεπαγγελματίες και τους μικρούς αγρότες.

Επιβεβαιώνουν, δηλαδή, οι βιομήχανοι ότι τα αντιλαϊκά μέτρα που εντάθηκαν την περίοδο της κρίσης είναι η προϋπόθεση για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Σε ό,τι αφορά το κόστος της Ενέργειας, είναι βέβαιο ότι οποιαδήποτε παραπέρα «διευκόλυνση» δοθεί στο κεφάλαιο, θα φορτωθεί στις πλάτες του λαού, όπως γίνεται συνολικά με τις φοροαπαλλαγές και τα άλλα προνόμια που απολαμβάνουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι.

Για το «μη μισθολογικό κόστος», το ενδιαφέρον είναι μεγαλύτερο, επειδή σ' αυτήν τη φάση η κυβέρνηση εμφανίζεται να προτείνει την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών για να αποφύγει τάχα νέες μειώσεις στις συντάξεις. Ακόμα κι αν τελικά το κάνει, είναι βέβαιο ότι η πορεία απαλλαγής των εργοδοτών από τις υποχρεώσεις τους στο σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως και του κράτους, θα συνεχιστεί με κάθε πρόσφορο μέσο, αφού η μείωση του «μη μισθολογικού κόστους» των επιχειρήσεων προβάλλεται από τους βιομηχάνους ως ένας από τους βασικούς παράγοντες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα των εξαγωγών.

Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο το κράτος μείωσε τα προηγούμενα χρόνια κατά 3,9 μονάδες την εργοδοτική εισφορά στα Ταμεία και τώρα παζαρεύει μια ανεπαίσθητη αύξηση της τάξης του 0,5%, με αντίστοιχη επιβάρυνση όμως και των εργαζομένων.

Οι εξαγωγές «καθρέφτης» της ανταγωνιστικότητας

Ενα τρίτο στοιχείο είναι η διαπίστωση των βιομηχάνων ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, άρα και η ανάκαμψή της από την κρίση, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον εξαγωγικό της προσανατολισμό και λιγότερο βέβαια από την εσωτερική κατανάλωση. «Οι εξαγωγές αγαθών είναι ο καθρέφτης της ανταγωνιστικής παραγωγής μιας χώρας και ένδειξη του βαθμού ενσωμάτωσης τεχνολογιών και καινοτομικών εξελίξεων στην παραγωγική διαδικασία», παρατηρεί ο ΣΕΒ, και θέτει ως προτεραιότητα την «προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, με κατεύθυνση την ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού».

Αυτό απαντά έμμεσα και σε όσους ερμηνεύουν την κρίση με όρους «υποκατανάλωσης», προβάλλοντας ως διέξοδο προς την ανάκαμψη (την οποία την θέλουν καπιταλιστική) τη μείωση των φόρων και την αύξηση των εισοδημάτων για να «κινηθεί» η εσωτερική αγορά και «να πάρει μπροστά» η οικονομία.

Οι ίδιοι οι βιομήχανοι απαντούν ότι η «εξωστρέφεια» των επιχειρήσεων είναι αυτή που ηγείται της καπιταλιστικής ανάκαμψης, γιατί εκεί το ποσοστό του κέρδους είναι μεγαλύτερο για τους επιχειρηματικούς ομίλους. Ζητάνε μάλιστα να βελτιωθεί το τεχνολογικό επίπεδο των ελληνικών εξαγωγών, να εξοπλιστεί δηλαδή με υψηλότερη τεχνολογία η παραγωγή, για να ανέβει η παραγωγικότητα της εργασίας και άρα το ποσοστό του κέρδους.

Κριτική στο «μοντέλο ανάπτυξης»

Η κριτική τους εξάλλου στο «μοντέλο» ανάπτυξης που επικράτησε τα προηγούμενα χρόνια είναι ενδεικτική της διαπάλης ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου με διαφορετικά και συγκρουόμενα συμφέροντα για τον προσανατολισμό που πρέπει να έχει η πολιτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, η διαμάχη αυτή αφορά το ποιοι κλάδοι, ποιοι επιχειρηματικοί όμιλοι και με ποιους όρους θα πάρουν τη μερίδα του λέοντος από τις χρηματικές και άλλες ενισχύσεις του κράτους, των τραπεζών και της ΕΕ.

Γράφει χαρακτηριστικά το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ: «Για πολλές δεκαετίες, το παραγωγικό πρότυπο στην Ελλάδα ευνοούσε τις παραδοσιακές δραστηριότητες και κλάδους που παράγουν κυρίως υπηρεσίες για την εγχώρια αγορά χωρίς την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού. Συνήθως, οι κλάδοι αυτοί είναι χαμηλής παραγωγικότητας και η επιβίωσή τους συναρτάται με την ύπαρξη μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και υψηλού δανεισμού από το εξωτερικό, που δημιουργούν εισοδήματα και θέσεις απασχόλησης λόγω της τεχνητά υψηλότερης ζήτησης στην οικονομία.

Η ζήτηση αυτή είναι μη βιώσιμη διότι δεν στηρίζεται στην λειτουργία μιας οικονομίας που παράγει με κέρδος, στην βάση επενδύσεων που αυξάνουν την παραγωγικότητα (...) Οι κλάδοι αυτοί ωφελούνται (...) και από μία σειρά ρυθμίσεων προστασίας από τον ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά (π.χ. κλειστά επαγγέλματα), καθώς και από την εξάπλωση της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής, της μαύρης εργασίας, της διαφθοράς στις σχέσεις με το Δημόσιο, κ.ο.κ.

Στην ουσία, όλες αυτές οι εκφάνσεις θεσμικής ανεπάρκειας δρουν ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τους κλάδους αυτούς, που αντισταθμίζει σε κάποιο βαθμό την χαμηλή τους παραγωγικότητα. Ταυτόχρονα, όμως, οι πρακτικές αυτές εμποδίζουν παντοιοτρόπως νέες επιχειρήσεις να εισέλθουν ανταγωνιστικά στην αγορά, σε βάρος της υγιούς επιχειρηματικότητας και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στην οικονομία».

Οι «δυναμικοί» κλάδοι

Με βάση τα παραπάνω, οι βιομήχανοι ξεχωρίζουν ως δυναμικούς τομείς της οικονομίας, πάνω στους οποίους μπορεί να στηριχτεί η καπιταλιστική ανάκαμψη, την κλωστοϋφαντουργία, το μέταλλο, υλικά όπως το τσιμέντο, τα πλαστικά, τα χημικά προϊόντα, τα καλλυντικά και τα φάρμακα, τη βιομηχανία και την παραγωγή τροφίμων. Οπως φαίνεται, γι' αυτούς τους κλάδους υπάρχει επιχειρηματικό ενδιαφέρον για επενδύσεις. Ετσι εξηγούνται εν πολλοίς το ενδιαφέρον και οι κινήσεις που κάνει η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα με επίκεντρο αυτούς τους τομείς της οικονομίας...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ