Απέναντι σε όλα αυτά, ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, εξαπέλυσε νέους «κεραυνούς», κατά την καθιερωμένη ετήσια συνέντευξη Τύπου που έδωσε την Πέμπτη στη Μόσχα. Υπαινίχθηκε ότι η κατάρριψη του «Su-24», την οποία χαρακτήρισε «εχθρική και εγκληματική», μπορεί να έγινε σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «κάποιοι από την τουρκική ηγεσία γλείφουν τους Αμερικανούς σε συγκεκριμένο σημείο». Διέβλεψε ως «δύσκολη» την προοπτική βελτίωσης των διμερών σχέσεων «με τη σημερινή τουρκική ηγεσία», κατηγορώντας την πως «σέρνεται στην ισλαμοποίηση... που θα έκανε τον Ατατούρκ να στριφογυρίζει στον τάφο του». Επανέλαβε τις κατηγορίες κατά της κυβέρνησης Ερντογάν ότι υποθάλπει τζιχαντιστές και στο Βόρειο Καύκασο, ότι κάνει λαθρεμπόριο πετρελαίου με τους μισθοφόρους του «Ισλαμικού Κράτους» («ΙΚ») και την προειδοποίησε πως εάν τυχόν παραβιάσουν ξανά τον συριακό εναέριο χώρο τουρκικά αεροσκάφη θα ενεργοποιηθούν τα προηγμένα αντιαεροπορικά συστήματα «S-400»...
Αν μη τι άλλο, τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονται στις σχέσεις Ρωσίας - Τουρκίας δεν αποκλείεται να ξεσπάσουν αργά ή γρήγορα σε μία σφοδρή «καταιγίδα» με γενικευμένη σύγκρουση. Οι λόγοι για όλα αυτά είναι πολλοί καθώς οι κόντρες Τουρκίας - Ρωσίας ξεδιπλώνονται σε διάφορα πεδία. Βεβαίως, δεν πρέπει να παραλείψουμε πως σε αυτήν την κόντρα παρεμβαίνουν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ στηρίζοντας στην πραγματικότητα την Τουρκία. Αντικειμενικά, δηλαδή, αποτελεί πλευρά μιας γενικότερης ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης στην περιοχή.
Πρώτα απ' όλα, το καζάνι των ρωσο-τουρκικών αντιθέσεων με εστία τον πόλεμο στη Συρία έβραζε καιρό. Η Αγκυρα επιχείρησε να εκμεταλλευτεί τη σύρραξη στη Συρία και την αποσταθεροποίηση στο Ιράκ για να επεκτείνει τη στρατιωτική της δράση, με στόχο να αυξήσει τις μπίζνες για τα τουρκικά μονοπώλια (μέρος των οποίων ελέγχει και η «παντοδύναμη» οικογένεια Ερντογάν) και να πετύχει, ενδεχομένως, ακόμη και εδαφικά οφέλη με «μέσο» αφενός τη λεγόμενη «μειονότητα» των Τουρκμένων (ή Τουρκμάνων) στη Συρία και αφετέρου τις άριστες σχέσεις που καλλιεργεί εδώ και χρόνια με τον Πρόεδρο του αυτόνομου Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ, Μασούντ Μπαρζανί, με τον οποίο έχει συμφωνήσει να εξάγει, μέσω αγωγού, πετρέλαιο από τα κουρδικά εδάφη στο τουρκικό λιμάνι Τσεϊχάν, παρά τον έντονο εκνευρισμό της κεντρικής ιρακινής κυβέρνησης του Σιίτη πρωθυπουργού Χάιντερ αλ Αμπάντι στη Βαγδάτη...
Η Ρωσία, από την άλλη, βλέπει τα γεωπολιτικά συμφέροντά της να συγκλίνουν αυτήν την περίοδο αφενός στη Συρία με εκείνα του Προέδρου Μπασάρ Ασαντ επειδή της εξασφαλίζουν την εδραίωση της στρατιωτικής της παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, αφετέρου με το Ιράν του Προέδρου Χασάν Ροχανί, εξαιτίας του ειδικού βάρους που ασκεί σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο η αυξημένη ρωσο-ιρανική συμμαχία, παρά τα ενίοτε ανταγωνιστικά συμφέροντα ανάμεσα σε ρωσικά και ιρανικά ενεργειακά μονοπώλια. Η έναρξη ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία στις 30 Σεπτέμβρη έβαλε φρένο στις μακροπρόθεσμες επιδιώξεις της Αγκυρας. Η κατάρριψη του ρωσικού «Σουχόι-24» ωστόσο αποδείχθηκε «δίκοπο μαχαίρι» για την Αγκυρα, αφού και η ρωσική παρουσία αυξήθηκε και σημειώνεται επιδείνωση στις σχέσεις επιχειρηματικών ομίλων των δύο πλευρών σε διάφορους τομείς (Ενέργεια, τουρισμός, κατασκευές, αγροτική παραγωγή).
Αντίστοιχα, η πρόσφατη προσπάθεια των τουρκικών στρατευμάτων να βάλουν πόδι στο βόρειο Ιράκ (μέσω της στενής σχέσης των καθεστώτων Ερντογάν - Μπαρζανί), με πρόσχημα τους τζιχαντιστές του «Ισλαμικού Κράτους» στη Μοσούλη, προκάλεσε νέα όξυνση των σχέσεων με την κεντρική ιρακινή κυβέρνηση. Αγκυρα και Βαγδάτη βρίσκονται στα «μαχαίρια» παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ να τα «βρουν μεταξύ τους» και να ξεπεράσουν τις διαφορές με «συνεργασία» στο κοινό, υποτίθεται, «μέτωπο κατά της τρομοκρατίας»... Την ίδια στιγμή, η Ρωσία έχει πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση του επιτελείου συντονισμού ρωσικών, ιρακινών, ιρανικών και συριακών στρατιωτικών δυνάμεων με έδρα τη Βαγδάτη.
Οι ρωσο-τουρκικές αντιθέσεις είναι έντονες και στο κουρδικό ζήτημα, καθώς η Ρωσία (ενδεχομένως και οι ΗΠΑ...) βλέπει ευνοϊκά τη μεσοπρόθεσμη δημιουργία ενός κουρδικού ανεξάρτητου κράτους είτε στο Ιράκ, είτε στη Συρία (γνωστό ως «Ροτζάβα», δηλαδή Δυτικό Κουρδιστάν), διαβλέποντας περιθώρια νέων αγορών για τα ρωσικά μονοπώλια. Η τουρκική αστική τάξη, από την άλλη, βλέπει αυτό το ενδεχόμενο ως απειλή, ιδιαίτερα μετά την επιδείνωση των σχέσεων της κυβέρνησης Ερντογάν με το ΡΚΚ, τις σημερινές επικίνδυνα αυξημένες συγκρούσεις μεταξύ Κούρδων και τουρκικού στρατού στη ΝΑ Τουρκία. Αυτό πιθανώς επειδή αντιλαμβάνεται πως ένα ανεξάρτητο κουρδικό κράτος είτε στη μεριά της Συρίας, είτε στη μεριά του Ιράκ, θα αποσπάσει μελλοντικά τμήμα της τουρκικής εδαφικής επικράτειας επιφέροντας παράλληλα σημαντικές γεωπολιτικές επιπτώσεις και σε άλλες χώρες που θεωρεί αντιπάλους της στη γεωπολιτική σκακιέρα (π.χ. Ιράν, όπου και εκεί υπάρχει σημαντική κουρδική μειονότητα).
Οι ρωσο-τουρκικές διαφορές ήταν και παραμένουν έντονες ακόμη και στη Βόρεια Αφρική, όπου η λεγόμενη «αραβική άνοιξη» χρησιμοποιήθηκε ως «ευκαιρία» και από τα τουρκικά μονοπώλια για την εξάπλωση των συμφερόντων τους σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία, η Λιβύη (ασχέτως εάν η επέμβαση του 2011 μετέτρεψε, σήμερα, τη χώρα σε κινούμενη άμμο χάους και αποσταθεροποίησης). Τα παιχνίδια της κυβέρνησης Ερντογάν για ενίσχυση του λεγόμενου «πολιτικού ισλάμ», μέσω των απανταχού παρακλαδιών των «Αδελφών Μουσουλμάνων», είναι λίγο - πολύ γνωστά, με πιο χαρακτηριστική, ενδεχομένως, περίπτωση εκείνη της Αιγύπτου και τις πλάτες που έβαλε ο Ερντογάν μέχρις ότου πετύχει την ανατροπή του Προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ, την εκλογή του πρώτου ισλαμιστή Προέδρου στη χώρα, Μοχάμεντ Μόρσι, ώσπου ανατράπηκε τον Ιούλη του 2013 από τον νυν Πρόεδρο (στρατηγό ε.α. και στρατάρχη), Αμπντέλ Φατάχ Σίσι.
Η ανατροπή του Μόρσι και η εγκαθίδρυση του Προέδρου Σίσι σήμαναν άμεσα τη σημαντική ενίσχυση της ρωσο-αιγυπτιακής στρατιωτικής, οικονομικής, πολιτικής στρατηγικής σχέσης, εξασφαλίζοντας μπίζνες δισεκατομμυρίων για τα ρωσικά κατασκευαστικά, ενεργειακά μονοπώλια και εκτοπίζοντας για τα καλά από τον αιγυπτιακό χάρτη τα αντίστοιχα ανταγωνιστικά τουρκικά.
Την ίδια περίοδο, οι επιθετικές πολιτικές του Προέδρου Ρ. Τ. Ερντογάν στην περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου (και όχι μόνο...), σε συνδυασμό με την πρότερη επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ (έπειτα από την εισβολή Ισραηλινών κομάντος το Μάη του 2010 στο πλοίο «Μαβί Μαρμαρά», στο πλαίσιο κινητοποίησης για άρση του ισραηλινού εμπάργκο στη Λωρίδα της Γάζας), δείχνουν να περιορίζουν αντί να διευρύνουν τη σφαίρα επιρροής της τουρκικής αστικής τάξης.
Η Τουρκία, που κάποτε καμάρωνε για τις καλές σχέσεις που διατηρούσε με τους περισσότερους γείτονές τους στην ευρύτερη περιφέρεια, έφθασε σήμερα, ιδιαίτερα μετά την κλιμάκωση της έντασης με τη Ρωσία, να έχει κακές σχέσεις με τη Συρία, το Ιράκ, τη Ρωσία, το Ιράν, αλλά και μέχρι πρόσφατα με το Ισραήλ.
Εντούτοις, όσον αφορά στις σχέσεις με το Ισραήλ το πράγμα αρχίζει τις τελευταίες βδομάδες σιγά σιγά να αλλάζει αφού η επιδείνωση των ρωσο-τουρκικών σχέσεων και ο κίνδυνος να μείνει η Τουρκία ενεργειακά εκτεθειμένη (όποτε η Ρωσία κλείσει της «στρόφιγγες») έκαναν την κυβέρνηση Ερντογάν να ρίξει «νερό στο κρασί» της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, και να επιδιώξει, όπως φαίνεται, την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. Βεβαίως το Ισραήλ βλέπει και προς τον άξονα με την Ελλάδα και την Κύπρο, για την Ενέργεια και όχι μόνο.
Πεδία ακόμα που φαίνεται η αντιπαράθεση είναι και περιοχές στον λεγόμενο «ζωτικό χώρο» της σημερινής καπιταλιστικής Ρωσίας, όπου υπάρχουν μουσουλμανικοί πληθυσμοί με τους οποίους έχει δεσμούς η Τουρκία. Είναι οι Τσετσένοι στο Βόρειο Καύκασο, από όπου αποδεδειγμένα πολλοί, μέσω Τουρκίας, ενισχύουν τις γραμμές των ισλαμιστών στη Συρία. Αλλά και οι κεντροασιατικές πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες (π.χ. Τατζικιστάν, Καζαχστάν κ.λπ.). Η Τουρκία επίσης εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της για την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία και πρόβαλε παράπονα για τους τατάρικους πληθυσμούς.
Επίσης, η ρωσο-τουρκική κόντρα έχει έκφραση στη γειτονιά μας, τα Βαλκάνια, όπου η Τουρκία στηρίζει το ευρωΝΑΤΟικό προτεκτοράτο του Κοσσόβου, την Αλβανία, μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε άλλες χώρες όπου υπάρχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα με τα μονοπώλια της Ρωσίας, την ίδια ώρα που οξύνεται και η αντιπαράθεση ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ - Ρωσίας, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις Σερβίας και Μαυροβουνίου.