«Ευρέως αποδεκτή ως βασική αδυναμία του ελληνικού λιανεμπορίου είναι ο μεγάλος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες καλύπτουν τα δυο τρίτα των συνολικών πωλήσεων έναντι μόλις το ένα τέταρτο στην ΕΕ».
Αυτό υπογραμμίζεται σε μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η οποία, ουσιαστικά, εστιάζει στην «ανάγκη» μεγάλης έκτασης αναδιαρθρώσεων στο λιανεμπόριο, με στόχο τη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων, στα οποία θα συγκεντρώνεται η επιχειρηματική πίτα και τα κέρδη, με όρους ενισχυμένης ανταγωνιστικότητας. Να σημειωθεί ότι αντίστοιχες επισημάνσεις έχουν γίνει από τα επιτελεία της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ, ήδη από την εποχή του πρώτου μνημονίου.
Η εν λόγω μελέτη αφορά στις λεγόμενες «μικρομεσαίες επιχειρήσεις», στις οποίες ταξινομούνται συλλήβδην αυτοαπασχολούμενοι, αλλά και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις με τζίρο μέχρι 10 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «με τον όγκο πωλήσεών του να συρρικνώνεται κατά 5% ετησίως την τελευταία επταετία, το λιανικό εμπόριο στην Ελλάδα προσανατολίζεται σε μια υποχρεωτική αναδιάρθρωση και στην ανεύρεση ενός νέου προτύπου δομών και λειτουργίας (...) Αν και οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας μπορούν να δικαιολογήσουν μια δομική απόκλιση από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, μεγάλο κομμάτι του πλεονάσματος μικρών επιχειρήσεων οφείλεται σε διαρθρωτικές στρεβλώσεις του περιβάλλοντος και δημιουργεί εμπόδια στην αποδοτική λειτουργία του κλάδου».
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την έκθεση:
Στο «δια ταύτα» σημειώνεται ότι «η αναδιάρθρωση του κλάδου εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί χωρίς έντονες πιέσεις περιορισμού της απασχόλησης», ωστόσο δεν γίνεται αναφορά στο είδος των εργασιακών σχέσεων... Σύμφωνα με την έρευνα, το ποσοστό των «μικρομεσαίων» επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου που έκανε απολύσεις ήταν χαμηλότερο από άλλους τομείς, τόσο στα αρχικά όσο και στα επόμενα στάδια της κρίσης.