Μια... αξιοπρεπής και «εκσυγχρονιστική» κυβέρνηση δε θα μπορούσε βέβαια να κάνει διαφορετικά. Το μόνο πρόβλημά της ήταν πώς θα αξιοποιηθεί ο χρόνος, ώστε να αποσιωπηθεί, να μην αποκαλυφθεί η περιφρόνηση της απόγνωσης των ενδιαφερομένων και να παρουσιαστούν οι σχετικές ρυθμίσεις ως «πράξη γενναίας παρέμβασης» και «οριστικής λύσης ενός καυτού προβλήματος». Πώς θα ενεργοποιούνταν, δηλαδή, η περιβόητη...«επικοινωνιακή πολιτική», ώστε να μετριαστούν οι αρνητικές εντυπώσεις από το «φιάσκο».
***
Σ' αυτά ακριβώς τα πλαίσια εμφανίστηκε η νέα επιχειρηματολογία Παπαντωνίου και η φιλολογία για «μπαταχτσήδες». «Στο ποσοστό των δανειοληπτών - λέει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας - που δεν πλήρωσαν τα χρέη τους είναι και κάποιοι μεγαλοοφειλέτες, κάποιοι μεγαλοκαρχαρίες, που δεν είναι ότι δεν μπόρεσαν, είναι ότι δε θέλησαν να πληρώσουν και αυτούς δυστυχώς δεν μπορούμε να τους εξαιρέσουμε από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις». Μετά λοιπόν από αυτά τα περισπούδαστα, η υπουργική επιχειρηματολογία καταλήγει με το ότι «γι' αυτό πρέπει να είμαστε μετρημένοι και να βρεθεί η χρυσή τομή».
Η λογική, που επιδιώκει να «περάσει» η κυβέρνηση διά του υπουργού της, είναι απλή. Οι κυβερνώντες υποτίθεται πως θέλουν να δώσουν λύση στο αδιέξοδο που προέκυψε για όσους είχαν πραγματικό οικονομικό πρόβλημα και δεν πλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους στις τράπεζες, αλλά αν γενικευτεί αυτό, μαζί με τα ξερά, θα καούν και τα χλωρά. Θα επωφεληθούν και οι μεγαλοκαρχαρίες, που εσκεμμένα πήραν δάνεια - όπως άλλωστε κατά κανόνα κάνουν - έχοντας σκοπό να μην τα πληρώσουν και γι' αυτό προκρίνεται η «χρυσή τομή». Καλό το παραμύθι, αλλά προορίζεται μόνο για όσους δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τα μήλα από τα πορτοκάλια. Φαίνεται όμως πως σ' ένα τέτοιο διανοητικό επίπεδο κατατάσσει η κυβέρνηση τους αποδέκτες της προπαγάνδας της, όταν από τα πλέον επίσημα χείλη ακούγονται αυτού του είδους τα επιχειρήματα.
***
Ενα πρώτο, για παράδειγμα, κριτήριο προς αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσε να είναι ο διαχωρισμός των περιπτώσεων στη βάση των κατηγοριών των δανείων. Εντελώς ενδεικτικά, ορισμένες πολύ γενικές κατηγορίες θα μπορούσαν να είναι: στεγαστικά δάνεια, καταναλωτικά δάνεια, προσωπικά δάνεια, αγροτικά δάνεια, δάνεια για κεφάλαια κίνησης, επιχειρηματικά δάνεια, δάνεια για επενδύσεις. Και σε κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες, θα μπορούσαν επίσης να ισχύσουν επιμέρους ομαδοποιήσεις. Για παράδειγμα στις περιπτώσεις των στεγαστικών δανείων, διαφορετικά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν όσοι ενδιαφερόμενοι έχουν δάνειο για πρώτη κατοικία, από εκείνους που έχτισαν μια έπαυλη, στα επιχειρηματικά δάνεια, αλλιώς κάποιος μικρός επαγγελματίας από κάποιον μεγαλοεπιχειρηματία κ.ο.κ.
***
Η ουσία πάντως είναι μία και μοναδική: Ανεξάρτητα από τις κυβερνητικές προθέσεις να δημιουργηθεί η εντύπωση πως με τη ρύθμιση δίνονται λύσεις σε ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα, η τοκογλυφία των τραπεζών εξακολουθεί να κατέχει κυρίαρχη θέση: Τα «πανωτόκια» είναι εδώ και ένα χρόνο καθ' όλα νόμιμα και αργά ή γρήγορα ένα νέο κύμα θυμάτων θα ενσκήψει στον ορίζοντα. Από την άλλη, τα επιτόκια είναι πλέον πολλαπλάσια από τον πληθωρισμό, αφού όταν ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή ήταν στο 20%, τα επιτόκια κυμαίνονταν περί το 28%, ενώ τώρα που ο Δείκτης είναι γύρω στο 2-2,5%, τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι αρκετά πάνω από το 11%. Πλευρά του παραλογισμού που γεννά η κερδοσκοπία του τραπεζικού κεφαλαίου, θα πει κανείς. Μόνο που η μέθοδος αυτή, κέρδη δηλαδή για το κεφάλαιο και πολυποίκιλες επιπτώσεις για τους πολλούς, είναι η μέθοδος που απαιτεί ο μονόδρομος των διαρθρωτικών αλλαγών προς την ΟΝΕ. Ενας μονόδρομος που λόγω της πολιτικής λιτότητας «σπρώχνει» τους εργαζόμενους προς τον τραπεζικό δανεισμό, οι δε τράπεζες στη βάση της απροκάλυπτης ληστείας των «μη επώνυμων» πελατών τους, πολλαπλασιάζουν κάθε χρόνο τα δισεκατομμύρια των κερδών τους.