Στην περίοδο της Κατοχής 1941 - 1944, πολλά είναι τα παραδείγματα αξιωματικών του αστικού στρατού που συντάχθηκαν με τις γραμμές του ΕΑΜ και στελέχωσαν τον ΕΛΑΣ από σημαντικές θέσεις. Μπορούν να ξεχωρίσουν πολλά στελέχη, ανθυπολοχαγοί, λοχαγοί, ταγματάρχες. Σημαντική χρονολογία για τον ΕΛΑΣ ήταν η 1η Αυγούστου 1943, που ιδρύεται η Σχολή Αξιωματικών στο Περτούλι. Πρώτοι εκπαιδευτές της Σχολής ήταν αξιωματικοί, που είχαν τελειώσει τη Σχολή Ευελπίδων, όπως ο Αλέκος Βραχάτης, ο Τάσος Γριμπόγιαννης, ο Βασίλης Παπαδημητρίου, ο Γιώργος Τσακαρδώνης, ο Αλέκος Παπαγεωργίου και άλλοι που δεν είχαν ονομαστεί ανθυπολοχαγοί, γιατί τους πρόλαβαν ο πόλεμος και η κατοχή. Αντίστοιχο είναι και το παράδειγμα της Σχολής του ΕΛΑΣ στη Ρεντίνα, στην οποία μαθήτευσαν και αρκετές γυναίκες.
Σχετικά με την πρώτη εκστρατεία στην Ουκρανία, στόχος της τότε ελληνικής αστικής τάξης, η οποία συμμετείχε στην ιμπεριαλιστική συμμαχία της Αντάντ (των καπιταλιστικών χωρών Αγγλίας, Γαλλίας, Ιαπωνίας, Ιταλίας κ.ά.), ήταν να πολεμήσει ενάντια στην εξουσία των εργατών, στο πρώτο τότε σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο. Οι αντιδράσεις στρατιωτών ήταν εξαρχής μεγάλες, πολλοί ήταν οι στρατιώτες που δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, ενώ υπήρχαν ακόμη και ανώτερα στελέχη του στρατού που ζήτησαν τη μη αποστολή τους σε αυτήν την εκστρατεία. Η δυσαρέσκεια των στρατιωτών συγκεντρωνόταν και στο πρόσωπο του Ελ. Βενιζέλου, που ήταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εκείνη την περίοδο. Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι που έγραψαν οι ίδιοι οι φαντάροι: «Πού μωρέ, πού. Πού σας πάει ο αρχηγός σας στο μακρύ το δρόμο μπρος σας;».
Την περίοδο εκείνη, η φυλακή της Οδησσού ήταν γεμάτη από Ελληνες που αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενάντια στην εξουσία των εργατών και στον Κόκκινο Στρατό. Το πέρασμα στον Κόκκινο Στρατό πήρε ομαδικό χαρακτήρα, παρά τα ψέματα των αντιδραστικών για δήθεν βιαιότητα των μπολσεβίκων, για βασανιστήρια που δήθεν υποβάλλονταν οι αιχμάλωτοι φαντάροι, για εκτελέσεις. Η Ελληνική Κομμουνιστική Ομάδα της Οδησσού, με ανακοινώσεις της στους Ελληνες στρατιώτες, τους καλούσε να ενωθούν με τον Κόκκινο Στρατό και να στραφούν ενάντια στον κοινό εχθρό, τις δυνάμεις της Αντάντ.
Η δεύτερη εκστρατεία ήταν με προορισμό τη Μικρά Ασία. Το νεαρό τότε ΣΕΚΕ ήταν το μόνο κόμμα στην Ελλάδα που αντιτάχθηκε σε αυτόν τον πόλεμο, αψηφώντας τις άπειρες διώξεις και τις συκοφαντίες των πολιτικών του αντιπάλων. Ενημέρωσε το λαό για τους κινδύνους που περιέκλειε η εν λόγω εκστρατεία.
Οι κομμουνιστές φαντάροι από τα μέτωπα του πολέμου πάλευαν με αυτοθυσία για τη διαφώτιση του λαού και του στρατού, ξεσκεπάζοντας την πραγματική ουσία του συγκεκριμένου πολέμου, που ήταν σε βάρος των λαών και ιδιαίτερα του ελληνικού λαού, καταδίκασαν τη στάση που κρατούσαν οι κυβερνήσεις πρώτα του Βενιζέλου και μετά τις εκλογές του 1920 των αντιβενιζελικών κομμάτων και την επαναφορά του βασιλιά Κωνσταντίνου, που κρατούσαν ανοιχτό το μέτωπο στη Μικρά Ασία. Σε ένα από τα γράμματά τους, στρατιώτες από το μέτωπο της Ανατολίας γράφουν: «Εχουμε ιερό καθήκον απέναντι του εαυτού μας (...) να τινάξουμε από πάνω μας το βραχνά της αστικής πρόληψης και να πάρουμε βαθειά συναίσθηση της γιγάντιας δύναμης που κρύβεται μέσα μας, που μπορεί να μας απαλλάξη μονομιάς απ' τα τωρινά μας βάσανα, να ρίξη τις καινούργιες κλίκες των εκμεταλλευτών μας και να στεριώση το κράτος της αληθινής λαϊκής θέλησης. Αυτή τη ληθαργούσα μέσα μας δύναμη, ένα μέσο υπάρχει εδώ στην Ελλάδα, όπως και σ' όλον τον κόσμο, για να μας την συνειδητοποιήση, να την οργανώση συστηματικά και να δώση στη δράση της την κατάλληλη πολιτική κατεύθυνση. Κι αυτό είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα».