ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΙΤΑΛΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Προωθεί την αποκατάσταση των σχέσεων ΕΕ - Ρωσίας
Παρασκευή 2 Νοέμβρη 2018

Στιγμιότυπο από την υποδοχή Κόντε (αριστερά) στη Μόσχα
«

Η Ρωσία πρέπει να επιστρέψει στο G8 (σ.σ. που σήμερα είναι G7). Αυτό είναι κάτι που αφορά το συμφέρον όλων».

Αυτό είχε δηλώσει τον περασμένο Ιούνη από τον Καναδά ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζουζέπε Κόντε, στο περιθώριο της Συνόδου των ΗΠΑ, Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Καναδά, Βρετανίας, που εξακολουθούν να προβάλλονται ως οι 7 πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες του κόσμου και να συγκροτούν το G7. Με δεδομένο ότι επρόκειτο για μία από τις πρώτες διεθνείς εμφανίσεις του Κόντε και ότι είχαν προηγηθεί πολυεπίπεδες αναλύσεις για τα παζάρια και τελικά τη συγκρότηση της ιταλικής ευρωσκεπτικιστικής κυβέρνησης «Κινήματος 5 Αστέρων» (Μ5S) - «Λέγκας» (μετά από τις εκλογές του Μάρτη και τις μεγάλες απώλειες για «παραδοσιακά» πολιτικά κόμματα όπως το Δημοκρατικό), η δήλωση εκείνη θεωρήθηκε από κάποιους λίγο ...τυχαία, «γραφική», υπερβολική.

Στις 24 Οκτώβρη, ο Κόντε πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα, όπου και έκανε νέες επισημάνσεις για τη σημασία της συνεργασίας με τη Ρωσία.

Στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Κόντε έκρινε σκόπιμο να αναφέρει μεταξύ άλλων: «Στα διεθνή ζητήματα, αντιμετωπίζουμε έναν τεράστιο αριθμό προκλήσεων για την ασφάλεια και την ανάπτυξη της Ιταλίας και της Ευρώπης και θεωρούμε ότι είναι κρίσιμης σημασίας να συζητήσουμε αυτά τα ζητήματα με έναν στρατηγικό εταίρο, όπως η Ρωσική Ομοσπονδία.

Χρειαζόμαστε τη Ρωσία για να αναπτύξουμε λύσεις για τις βασικές διεθνείς κρίσεις. Το έλεγα από την αρχή της θητείας μου: Χρειάζεται βιώσιμη ανάπτυξη και, πριν απ' όλα, χρειάζονται βιώσιμες πολιτικές αποφάσεις. Πιστεύω με ειλικρίνεια στην εποικοδομητική προσέγγιση της Μόσχας».

Ενώ, μιλώντας στο ρωσικό πρακτορείο ITAR-TASS, επανήλθε στην ανάγκη επαναλειτουργίας του σχήματος G8, υποστηρίζοντας ότι «αν ο Πρόεδρος Πούτιν επιστρέψει στο διαπραγματευτικό τραπέζι του G7, θα μπορέσουμε να λύσουμε διεθνή προβλήματα που τόσο καιρό δεν έχουν διευθετηθεί».

Η Ιταλία δηλώνει «πολύ φιλόδοξη»

Ο Κόντε στη Μόσχα ανέδειξε με πολλούς τρόπους αυτό που Μ5S και «Λέγκα» διαμήνυαν στα προγράμματά τους πριν ακόμα αρχίσουν να συγκυβερνούν, ότι δηλαδή χρειάζεται επανεξέταση των σχέσεων με τη Ρωσία.

Είναι βέβαια χρήσιμο να σημειωθεί ότι οι συναντήσεις του Κόντε με τον Μεντβέντεφ και τον Πούτιν έγιναν σε μια περίοδο που οι σχέσεις της Ιταλίας με την ΕΕ «δοκιμάζονται», ειδικά μετά την επίσημη απόφαση της Κομισιόν να απορρίψει το ιταλικό σχέδιο προϋπολογισμού, με φόντο ευρύτερες διαφωνίες για την αξία της λεγόμενης «δημοσιονομικής πειθαρχίας», των ρυθμών εφαρμογής του ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας αλλά και των περιθωρίων απόκλισης από αυτό, στο πλαίσιο συνολικότερων διεργασιών για το μέλλον και τις προτεραιότητες της ιμπεριαλιστικής ΕΕ.

Ωστόσο, ακόμα κι αν η Ρώμη σκοπεύει να αξιοποιήσει τη σχέση της με τη Μόσχα ως «διαπραγματευτικό χαρτί» για τους όρους συνεργασίας της με την ΕΕ, αναδεικνύεται καθαρά ένα απαιτητικό παζάρι που ξεδιπλώνεται αργά αλλά σταθερά, ανάμεσα στη Ρωσία και μια σειρά ευρωπαϊκές δυνάμεις, αν όχι την ΕΕ ως σύνολο. Αλλωστε, λίγες μέρες μετά την επίσκεψη του Ιταλού πρωθυπουργού στη Μόσχα, οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας συναντούσαν τον Πούτιν για να συζητήσουν ειδικά το θέμα της Συρίας, με συνομιλητή (και οικοδεσπότη) και τον Πρόεδρο της Τουρκίας.

Ο ίδιος ο Κόντε - επικεφαλής μιας κυβέρνησης που ισχυρίζεται ότι δεν θέλει έξοδο της Ιταλίας από την ΕΕ - δήλωσε στο ITAR-TASS ότι «είναι απαραίτητο να επιδιώξουμε βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και των χωρών που ανήκουν σε αυτήν από τη μια μεριά, και τη Ρωσία από την άλλη», και πρόσθεσε: «Προσπαθούμε να εντάξουμε όλους τους Ευρωπαίους εταίρους σε αυτήν τη διαδικασία, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε ολόκληρο το εύρος των σχέσεων στην Ευρώπη και επίσης να αποκαταστήσουμε αυτό που χάθηκε τα τελευταία χρόνια» στις σχέσεις Ευρώπης - Ρωσίας. Ερωτηθείς δε ειδικά για το ενδεχόμενο η Ιταλία να ασκήσει βέτο σε ενδεχόμενη πρόταση ανανέωσης ή ενίσχυσης των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, ήταν προσεκτικός στην απάντησή του: «Η Ιταλία θεωρεί ότι παραγωγική δουλειά σημαίνει να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους μας να κινηθούμε σε μία κοινή κατεύθυνση. Για αυτό προτιμάμε να μην πάρουμε ακόμα αποφάσεις (σ.σ. για το ενδεχόμενο άσκησης βέτο). Η Ιταλία είναι πολύ φιλόδοξη και θα θέλαμε να πείσουμε τους εταίρους μας ότι ο καλύτερος τρόπος να βρεθεί λύση είναι μέσω του διαλόγου». Νωρίτερα είχε εξηγήσει πως «αν η Ιταλία πάρει μια απομονωμένη θέση, η πιθανότητα περαιτέρω ανάπτυξης των σχέσεων (σ.σ. ΕΕ - Ρωσίας) θα χαθεί», υπογραμμίζοντας ότι η Ρώμη επιδιώκει να προωθήσει «την πιο ολοκληρωμένη στρατηγική». Είπε ακόμα ότι «πρέπει να αποκαταστήσουμε αυτόν το διάλογο (σ.σ. ΕΕ - Ρωσίας), την αμοιβαία συνεργασία. Αλλά γνωρίζουμε ότι δεν αρκεί να βοηθήσουμε μόνο εμείς».

Και οι κυρώσεις που θεωρούνται «μισητές»

Τους προβληματισμούς του ιταλικού κεφαλαίου όμως δεν μεταφέρει μόνο ο Κόντε, αλλά και φυσικοί του εκπρόσωποι, όπως ο Αντόνιο Φαλικο, διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας «Intesa», ο οποίος χαρακτήρισε «γενναία» τη συμπεριφορά με την οποία η Ιταλία επιδιώκει να αναπτύξει τη σχέση της με τη Ρωσία και παρατήρησε ότι η σημερινή ιταλική κυβέρνηση «οφείλει να υπάρξει σε ένα σύστημα με πολλές τυπικότητες. Αυτό αφορά και την ΕΕ και το ΝΑΤΟ (...) Αν διαμορφωθεί μία συμμαχία Ιταλίας, Γαλλίας και Γερμανίας στην Ευρώπη, νομίζω ότι αυτό το θέμα θα διευθετηθεί. Στα πρόθυρα μιας απόφασης για περαιτέρω παράταση των κυρώσεων, η σημερινή ιταλική κυβέρνηση μπορεί να πείσει άλλες χώρες να καταψηφίσουν αυτήν την απόφαση. Αν αυτό δεν λειτουργήσει, τότε τουλάχιστον η Ιταλία μπορεί να την καταψηφίσει και τότε οι κυρώσεις αυτομάτως δεν θα ανανεωθούν».

Η εναντίωση στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας - συνέχισε ο ίδιος - «δεν θα σημάνει κανέναν πολιτικό σεισμό (...) Εν καιρώ, όλοι θα κατανοήσουν ότι αυτή η προσέγγιση ανταποκρίνεται στα συμφέροντα και των συνηθισμένων πολιτών και των χωρών συνολικά». Και περιγράφοντας το ευρύτερο φόντο μέσα στο οποίο διαμορφώνονται οι επιλογές των μεγαλοεπιχειρηματιών, κατέληξε: «Οι ευρωπαϊκές εταιρείες αντιλαμβάνονται την κατάσταση σήμερα (σ.σ. όσον αφορά τις ευρωρωσικές σχέσεις) ως κρίση, ως αδυναμία να κοιτάξουν στο μέλλον και να αναπτύξουν υποσχόμενα σχέδια. Οι κυρώσεις έχουν γίνει ένα μισητό εμπόδιο ακόμα και για στρατηγικά σημαντικές εταιρείες, πόσο μάλλον τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ). Σε αυτήν την περίπτωση (σ.σ. των ΜμΕ), το πρόβλημα των κυρώσεων γίνεται ακόμα χειρότερο».

Αυτό που χρειάζεται να τονιστεί είναι πως οι επιλογές του κεφαλαίου δεν καθορίζονται στενά επιχειρηματικά, αλλά διαμορφώνονται μέσα σε ένα πλαίσιο ευρύτερων γεωπολιτικών σχεδιασμών και ανταγωνισμών. Για παράδειγμα, Ρωσία και Ιταλία μοιράζονται προβληματισμούς και «ιδέες» και για τις προσεχείς εξελίξεις στη Βόρεια Αφρική, όπου όλα δείχνουν ότι σύντομα θα μετατοπιστούν πεδία του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Στις 12 και 13 Νοέμβρη, η ιταλική κυβέρνηση θα φιλοξενήσει στο Παλέρμο διεθνή Συνδιάσκεψη για τη Λιβύη, στην οποία μάλιστα η Ρωσία δεσμεύτηκε να πάρει μέρος με το «ανώτερο δυνατό επίπεδο» εκπροσώπησης.


Α. Μ.