Η «παρεξήγηση» του υποδεέστερου έχει καταρρεύσει. Η απόσταση μεταξύ ταινιών ντοκιμαντέρ και ταινιών μυθοπλασίας, όσον αφορά στα εκφραστικά, αφηγηματικά και οικονομικά μέσα, που καθορίζουν το πλαίσιο της δυναμικής του ελληνικού κινηματογράφου σε σχέση με τις μεταμορφώσεις της κοινωνίας, έχει και αυτή υποχωρήσει. Το ελληνικό ντοκιμαντέρ τείνει σε μια πορεία αυτονόμησης κι απεξάρτησης από το «καταναλωτικό» και το «θέαμα», που υπονομεύουν την ίδια την πραγματικότητα.
Η ολοένα αυξανόμενη υποδοχή του ως ειδική κατηγορία στα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ της χώρας μας, η προσήλωση νέων φεστιβάλ στην ανάπτυξη του είδους ως εναλλακτικό κι αποκεντρωμένο δίκτυο προβολής, η παρουσία νέων δημιουργών, δίνει στο ελληνικό ντοκιμαντέρ μια ευκαιρία να αποτελέσει την ελπίδα στο μέλλον της ελληνικής κινηματογραφίας. Στον αντίποδα αυτής της πορείας, ενεδρεύει ο κρατικός εναγκαλισμός, ο επαγγελματικός εφησυχασμός και η ατολμία για θέματα που «ενοχλούν», η άγονη μετριότητα της βραβειο-θηρίας και η απουσία εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων, που να προσδίδουν στο περιεχόμενο σαφή ιδεολογικά - ταξικά χαρακτηριστικά.
Ο πρώτος, με σαφή χαρακτηριστικά νατουραλιστικής αφήγησης στα πρώτα του έργα, δρομολόγησε μια νέα αντίληψη στο ελληνικό ντοκιμαντέρ, επιχειρώντας κοινωνικοπολιτικές προσεγγίσεις, στο χρόνο και το χώρο της ελληνικής κοινωνίας, συχνά με μια αίσθηση νοσταλγίας για ό,τι ελληνικό και όμορφο παρασύρεται στη λήθη. Στο αφιέρωμα, προβλήθηκαν οι ταινίες του «Μάρμαρα του Παρθενώνα», «Αντιά», «Οιωνός», Εστιν Ουν τραγωδία», «Μακεδόνες ζωγράφοι». Ο Γιούρι Ιβενς, στρατευμένος στην υπόθεση του κομμουνισμού και της επανάστασης, «διαχρονικός μαθητής» του Σοβιετικού σκηνοθέτη Τζίγκα Βερτόφ, με την κάμερα στο χέρι, κατέγραψε ταξικούς και εθνικούς αγώνες σε πολλά σημεία του πλανήτη, αποδίδοντας στο ντοκιμαντέρ τον ιδεολογικό προορισμό του, από τον οποίο πηγάζει και η κριτική στάση του λαϊκού κινήματος απέναντι στα έργα Τέχνης. Στην ταινία του «Στο Βαλπαράιζο», που γύρισε το 1962 με τη βοήθεια μιας ομάδας νέων Χιλιανών κινηματογραφιστών, με λιτό και διεισδυτικό τρόπο, στρέφει την κινηματογράφησή του στην αποκάλυψη των κοινωνικών αντιθέσεων, στα κοντράστ των ιστορικών μεταμορφώσεων, στην παράλληλη ανάπτυξη του αισθητικού και του ανθρώπινου στοιχείου. Προβλήθηκαν, επίσης, οι ταινίες του «Ιστορίες του ανέμου», «17ος παράλληλος», «Το φαρμακείο», «Ιστορία μιας μπάλας».
Από τις ελληνικές παρουσίες, ξεχώρισαν οι ταινίες: «Το σπίτι του Κάιν» - κατάδυση στον υπαρξιακό μεταφυσικό κόσμο της ενοχής και του εγκλήματος, κινηματογραφημένο με ρεαλισμό και ένταση, αλλά με αδύναμη την κοινωνική κριτική. «Χαμένες διαθήκες» του Γιάννη Λάμπρου - ένα οδοιπορικό στη γεωγραφία χαμένων επαγγελμάτων, με φόντο τον αρχέγονο χώρο της Θράκης - διεισδυτικό και εικαστικό με κυρίαρχο το νόστο. «Γκάρι Σνάιντερ, οικολογία και ποίηση» - απόπειρα ενσωμάτωσης του ποιητικού λόγου στην κινηματογραφική αφήγηση με ιδεαλιστική διάθεση. «Νύχτες κωμωδίας» της Λουκίας Ρικάκη - μια πρόταση αισθητικοποίησης του ψυχαγωγικού. Αρνητικά σχόλια προκάλεσε «Ο γιος του τσιφλικά» των Μ. Οικονόμου, Α. Ζέππου, που προσπαθεί να δικαιολογήσει την παράνομη και παράλογη απαίτηση του απόγονου του Αγγλου Μπέικερ, που διεκδικεί απ' την Ελλάδα, με οθωνικά διατάγματα, μια έκταση 40 χιλιάδων στρεμμάτων στη Βόρεια Εύβοια. Η αντικομμουνιστική υστερία του Αγγλου νοσταλγού της αποικιοκρατίας αποτελεί ενδεικτικό των προθέσεων της ταινίας. Από τα ξένα ντοκιμαντέρ ξεχώρισαν: «Η Μπριγάδα», «Πέρα από το δάσος», «Αφρικανικό σινεμά», «Ο Ελμέρ και η Βάρκα των λουλουδιών».
Η ατομικότητα των δημιουργών θέτει στο έργο τους την προσωπική τους σφραγίδα. Είναι, όμως, αυτή, που πολλές φορές υποχρεώνει το δημιουργό μιας ταινίας ντοκιμαντέρ σε αυτοπεριορισμούς, που τον απομακρύνουν από την κοινωνία και τον ουσιαστικό του σκοπό. Το ντοκιμαντέρ δείχνει να προφυλάσσεται από τις κακοτοπιές του υποκειμενισμού, τους λογιοτατισμούς και τη ματαιότητα περισσότερο από μια ταινία με υπόθεση. Κι αυτό αποκαλύπτει το δυναμισμό του, σε σχέση με την πραγματικότητα και τους δεσμούς του με αυτήν.