Το ΠΑΜΕ από την πρώτη ώρα του σεισμού σημαίνει συναγερμό: Αντιπροσωπείες του σπεύδουν στα συντρίμμια των εργοστασίων, με τη Γραμματεία του να «καλεί τα συνδικάτα, τις ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις να πρωτοστατήσουν στη χορήγηση βοήθειας προς τους πληγέντες». Με παρέμβασή του, την ίδια μέρα, το ΔΣ του Συνδικάτου Οικοδόμων Αθήνας απαιτεί από την κυβέρνηση να πάρει μέτρα και καλεί όλα τα μέλη του να συγκεντρωθούν στα Παραρτήματα και να είναι σε ετοιμότητα για να προσφέρουν τη βοήθειά τους όπου υπάρχει ανάγκη. Ταυτόχρονα, εργατικά σωματεία συμβάλλουν στην ανάδειξη των αιτιών του κακού που βρήκε τις φτωχογειτονιές της Αττικής. Σε επόμενή του παρέμβαση, το ΠΑΜΕ σημειώνει: «Με το αίμα της και πάλι η εργατική τάξη της χώρας μας πληρώνει την αδηφαγία του κεφαλαίου». Τις ίδιες μέρες, κλαδικά συνδικάτα, όπως των Κλωστοϋφαντουργών, περιοδεύουν σε χώρους δουλειάς, αναδεικνύοντας σοβαρά προβλήματα των εργατών, όπως και εργοδοτικές πιέσεις να συνεχίζεται η δουλειά σε ακατάλληλα κτίρια.
Τις ίδιες μέρες, το ΠΑΜΕ διοργανώνει πλατιά σύσκεψη συνδικάτων και συνδικαλιστών για την προετοιμασία συλλαλητηρίου, ενώ στελέχη του οργώνουν τους τόπους δουλειάς. Αποφασίζει να στήσει κιόσκια στις πληγείσες περιοχές, που λειτουργούν ως σημεία συνάντησης για τους εργαζόμενους, και απαιτεί την απαγόρευση απολύσεων σε εργοστάσια «κόκκινα» ή «κίτρινα», εξασφάλιση στέγης, ενοικιοστάσιο για κατοικίες και μικρομάγαζα, σεισμικούς ελέγχους, οικονομική στήριξη των πληγέντων. Καταγγέλλει επίσης εκβιασμούς, αυταρχισμό και απολύσεις στους τόπους δουλειάς. Το συλλαλητήριο που διοργανώνει στις 12 Οκτώβρη γίνεται βήμα καταδίκης της «μετασεισμικής κοροϊδίας» και στέλνει το μήνυμα της αγωνιστικής διεκδίκησης για τις ανάγκες των σεισμοπλήκτων.
Το κράτος στάθηκε απέναντι στους πληγέντες. Ο Χ. Κωστόπουλος θυμάται τον εμπαιγμό με τις αποζημιώσεις: Η κυβέρνηση έστειλε τους άστεγους στα νύχια των κατασκευαστικών ομίλων και στον τραπεζικό δανεισμό. Η επιδότηση του δανείου δεν έφτανε για να φτιαχτεί ξανά το γκρεμισμένο σπίτι, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα να υπάρχουν χρεωμένα νοικοκυριά. «Τους καταγγείλαμε και τότε και τώρα, από την πρώτη στιγμή αποκαλύψαμε ότι το κράτος επιδοτούσε τους μεγαλοεργολάβους και όχι τους πληγέντες. Σαν να μην έφτανε δηλαδή ο καημός χιλιάδων λαϊκών οικογενειών για τους χαμένους κόπους μιας ζωής...».
«Ανάμεσα στις κινητοποιήσεις μας ήταν και μια παράσταση διαμαρτυρίας στο Ευρωκοινοβούλιο, στις Βρυξέλλες», θυμάται ο Χ. Κωστόπουλος. «Εκεί κατέρρευσαν οι κυβερνητικές υποσχέσεις για τη "συνδρομή της ΕΕ". Η αρμόδια Επιτροπή δήλωσε ότι ...συμπάσχει, αλλά ότι δεν υπάρχουν κονδύλια, δηλαδή δεν πήραμε δεκάρα τσακιστή!».
Ο Παναγιώτης Γεώργος ήταν τότε μέλος της διοίκησης του Συνδέσμου ΕΒΕ Αχαρνών και είχε καταστραφεί το σπίτι του ολοσχερώς, όπως και το μικρομάγαζό του. Σημειώνει ότι οι κάτοικοι μόνοι τους έστησαν τους καταυλισμούς, όπως στην Αγία Τριάδα με 621 άτομα. Πολλοί έκαναν μέχρι και Χριστούγεννα στα αντίσκηνα. «Γρήγορα καταλάβαμε ότι θα τραβήξει πολλούς μήνες και χρόνια αυτή η κατάσταση, οπότε η οργάνωση ήταν ο μόνος δρόμος για την ανακούφισή μας. Φτιάξαμε επιτροπή, βάλαμε μέχρι και υπεύθυνο σίτισης για να μοιράζονται τα τρόφιμα που συλλέγαμε από τους διάφορους φορείς σύμφωνα με τις ανάγκες των πληγέντων. Αντίστοιχα μοιράζαμε και τα είδη πρώτης ανάγκης, υγιεινής κ.λπ. Τα προβλήματα που προέκυπταν ήταν πολύ σοβαρά και απαιτούσαν επείγοντα μέτρα, όπως οι κίνδυνοι μολύνσεων από τα χαλάσματα, ακόμα και η αποκομιδή των μπαζών έγινε αντικείμενο διεκδίκησης. Τα κοντέινερ ήρθαν μετά από πιέσεις των αγώνων μας». Ο Π. Γεώργος εξηγεί ότι κάθε βράδυ γινόταν Συνέλευση στον καταυλισμό, συζητιόνταν τα νέα προβλήματα, οι πρωτοβουλίες που θα πάρουν, ο συντονισμός με άλλες γειτονιές, οι προτεραιότητες.
Ο Θάνος Τραβασάρος το 1999 ήταν δημοτικός σύμβουλος Αχαρνών. Οπως λέει, 1.100 σπίτια κατεδαφίστηκαν, γύρω στα 7.000 κτίρια είχαν χαρακτηριστεί «κίτρινα» και η πόλη θρήνησε 27 νεκρούς. Στις σκηνές έμεναν χιλιάδες, σε 7 καταυλισμούς, με τον μεγαλύτερο του πρώην στρατοπέδου Καποτά να υπάρχει ακόμα και σήμερα με μερικούς σεισμόπληκτους. Σημειώνει ότι «επειδή οι αποζημιώσεις ήταν ελάχιστες, πολλοί επισκεύασαν τα σπίτια τους πρόχειρα, κι έτσι είναι εκτεθειμένοι ξανά στον Εγκέλαδο». «Από την πρώτη στιγμή που έγινε ο σεισμός, αναπτύχθηκε η διεκδίκηση για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Εγιναν μεγάλες κινητοποιήσεις, κι έτσι καλυτέρεψαν σε έναν βαθμό τα πράγματα, όπως στην περίπτωση των οικοσκευών: Μετά από δύο χρόνια συνεχών κινητοποιήσεων καταφέραμε να μην αποκλειστούν τα μισά νοικοκυριά από την αποζημίωση που δικαιούνταν, όπως σχεδίαζε η κυβέρνηση».
Ο Θ. Τραβασάρος σημειώνει ότι οι δήμαρχοι είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά και έπαιζαν το παιχνίδι της κυβέρνησης, καλλιεργώντας τον εφησυχασμό ότι «θα λυθούν τα προβλήματα». Ωραιοποιούσαν την κατάσταση, για να χάσει χρόνο ο λαός από την οργάνωσή του, να μη διεκδικήσει επιθετικά την επούλωση των πληγών του.
(Η συνέχεια στον επόμενο «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου»)