Το βούλευμα επισημαίνει ότι κατά την ανέγερση του εργοστασίου της ΡΙΚΟΜΕΞ το τελευταίο εξάμηνο του 1981, στην οδό Τατοΐου 1 στο Μενίδι, έγινε σωρεία παραβιάσεων: Υπήρξαν ελλείψεις στα υποστυλώματα, τοποθετήθηκαν πλάκες χωρίς δοκούς κατευθείαν στα υποστυλώματα και μάλιστα χωρίς διαπλάτυνση των κεφαλών τους, χτίστηκαν υπόγεια ανοιχτά χωρίς τοιχία κατά το 50% περίπου του μήκους της περιμέτρου, ενώ όπου υπήρχαν τοιχία ήταν ασύνδετα με το σκελετό και χωρίς καμιά θεμελίωση, δε χτίστηκαν τοιχώματα ακαμψίας και αντοχής κυρίως έναντι σεισμού (διαπιστώθηκαν τοιχώματα με ελλιπή και πλημμελή όπλιση και σύνδεση με τις πλάκες γύρω από τους δύο ανελκυστήρες και από το κύριο κλιμακοστάσιο, φυτευτό τοίχωμα πάνω από το στέγαστρο και την είσοδο κτιρίου), στη στατική μελέτη δεν είχε ληφθεί υπόψη η αρχιτεκτονική μελέτη, λειτουργούσαν μηχανήματα με φορτίο μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο, δεν εφαρμόστηκαν πλήρως οι διατάξεις του αντισεισμικού κανονισμού.
Λόγω των παραλείψεων αυτών «ήταν ενδεχόμενο - τονίζεται στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου - να καταρρεύσει το κτίριο και να σκοτωθούν άνθρωποι, πράγμα που γνώριζαν οι κατηγορούμενοι και αποδέχτηκαν, είχαν δε οι πράξεις τους αυτές σαν αποτέλεσμα να καταρρεύσει το κτίριο και να σκοτωθούν άνθρωποι». Αναφέρεται, επίσης, ότι το 1992 οι υπεύθυνοι της ΡΙΚΟΜΕΞ προχώρησαν στη δημιουργία ενός πλήρους αυθαίρετου ορόφου πάνω από το ισόγειο, «επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο το κτίριο από άποψη στατικής και αντοχής», καθώς και στην αυθαίρετη κατασκευή τρίτου υπογείου με οπλισμένο σκυρόδεμα. Τέλος, παρότι είχαν προκληθεί ζημιές από πυρκαγιά στις 6-10-1993, «δεν προέβησαν στην ολοκληρωτική αποκατάσταση», ενώ το 1994 άνοιξαν δύο τρύπες στο δάπεδο του πρώτου υπογείου και στο ισόγειο για τη μεταφορά εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα να πληγεί καθοριστικά από άποψη στατικής και αντοχής το κτίριο.