ΓΕΡΜΑΝΙΑ
«Επενδυτική επίθεση» από το κράτος ζητούν σοσιαλδημοκράτες και βιομήχανοι

Το ενδοκυβερνητικό καβγαδάκι για το «ακριβές μείγμα» της δημοσιονομικής πολιτικής δεν αμφισβητεί στο ελάχιστο την αντεργατική πολιτική

Σάββατο 14 Δεκέμβρη 2019 - Κυριακή 15 Δεκέμβρη 2019

AP

Η Αγκ. Μέρκελ μιλά σε συνέδριο των Γερμανικών Συνδικάτων τον περασμένο Οκτώβρη
ΒΕΡΟΛΙΝΟ.--

Η συζήτηση στη Γερμανία για αύξηση των κρατικών επενδύσεων κατά πολλά δισεκατομμύρια ευρώ και πιο «χαλαρή» δημοσιονομική πολιτική, με τη δημιουργία νέου χρέους, διεξάγεται με όλο και μεγαλύτερη ένταση. Είναι ενδεικτική η πρόσφατη κοινή ανακοίνωση και συνέντευξη Τύπου του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) και της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (DGB), στην οποία ηγούνται στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), που κατά τ' άλλα εμφανίζονται ως κόμμα (με ...διαδικασίες βάσης) να κάνουν «αριστερή στροφή» - όπως για παράδειγμα πανηγυρίζουν στη χώρα μας οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Μόνο που η πραγματικότητα είναι πεισματάρα και τους διαψεύδει. Με τη γερμανική καπιταλιστική οικονομία να αναπτύσσεται οριακά, απειλούμενη με ύφεση (επηρεάζοντας συνολικά την Ευρωζώνη), και το κόστος δανεισμού να κινείται σε χαμηλό επίπεδο - ρεκόρ, η γερμανική κυβέρνηση δέχεται και εξωτερικές πιέσεις - από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και τη γαλλική κυβέρνηση - να εγκαταλείψει τη δέσμευση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, που περιορίζουν τον δημοσιονομικό χώρο για τους επιχειρηματικούς ομίλους.

Ετσι, βιομήχανοι και συνδικαλιστές ζήτησαν μια «φιλόδοξη επενδυτική επίθεση» για την επόμενη δεκαετία, με επιπλέον κρατικές δαπάνες ύψους 450 δισ. ευρώ σε υποδομές, Εκπαίδευση, μεταφορές, «προστασία του κλίματος» και Ερευνα, καλώντας το κράτος «να επενδύσει εκεί όπου για τον ιδιωτικό τομέα δεν αξίζει τον κόπο». Υπολογίζεται ότι το ύψους 1 τρισ. ευρώ κρατικό χρέος θα αυξηθεί κατά το ήμισυ.

Η κόντρα για το «ακριβές μείγμα» της δημοσιονομικής πολιτικής, μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων - Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) - δεν αμφισβητεί ούτε τον κοινό στόχο, δηλαδή την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας στην Ευρώπη και στον κόσμο, ούτε και την αντεργατική πολιτική για να επιτευχθεί αυτό. Εδώ να σημειωθεί ότι η γερμανική κυβέρνηση ήδη «έχει αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις σε επίπεδα ρεκόρ» στους τομείς που ιεραρχεί ψηλά και το SPD, με τον Σοσιαλδημοκράτη υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς να απαντά πως οι απαιτήσεις των BDI και DGB δείχνουν μάλλον «υποστήριξη» της «επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής» του.

Αυτό φάνηκε και στο συνέδριο του SPD το περασμένο Σαββατοκύριακο, που κατά τ' άλλα είχε χαρακτήρα «απολογισμού» για το μέλλον της συγκυβέρνησης, και δεν τέθηκε καν προς ψήφιση το το ερώτημα παραμονής ή όχι του SPD στον μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό με την CDU/CSU, υπό την καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ. Το συνέδριο επικύρωσε επίσης την εκλογή στην ηγεσία του SPD του Νόρμπερτ Βάλτερ - Μπόργιανς και της Σάσκια Εσκεν, στελεχών που προέρχονται από τη λεγόμενη «αριστερή πτέρυγα» και δήλωσαν πως «θέλουμε να χτίσουμε γέφυρες» με τους κυβερνητικούς εταίρους.

Το συνέδριο αποφάσισε να προχωρήσει σε διάλογο με τους Χριστιανοδημοκράτες για: Μεγαλύτερη αύξηση των κρατικών δαπανών σε τομείς - κλειδιά για τους γερμανικούς ομίλους και απόρριψη των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Χωρίς να πει κουβέντα για τις αμέτρητες ελαστικές και εξευτελιστικές σχέσεις εργασίας, για τον τεράστιο αριθμό χαμηλόμισθων στη Γερμανία (από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη), για τις δεκάδες χιλιάδες απολύσεις των αυτοκινητοβιομηχανιών προκειμένου να επενδύσουν στην ηλεκτροκίνηση κ.ά., το SPD προτείνει την επαναφορά φόρου 1% σε περιουσίες άνω των 2 εκατ. ευρώ, σε μια προσπάθεια να διασκεδαστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια για την εντεινόμενη κοινωνική ανισότητα στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης.

Ακόμη επανέφερε την πρόταση για σταδιακή αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου από 9 σε 12 ευρώ μεικτά, «σε βάθος χρόνου», ώστε να τονωθεί η αγοραστική ικανότητα για ορισμένους εργαζόμενους, καθώς μεγάλα τμήματα αποκλείονται από το κατώτατο ωρομίσθιο, ενώ πολλοί επιχειρηματίες δεν το εφαρμόζουν. Και τα 12 ευρώ μεικτά, άλλωστε, ακόμη και για εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση εξασφαλίζουν ένα βιοτικό επίπεδο λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας, που αγγίζει τα 980 ευρώ.


Ε. Μ.