Στην «ομοβροντία» αυτή, με τα επιχειρήματα που έχουμε σχολιάσει και σε πολλά προηγούμενα φύλλα, έρχονται να προστεθούν και οι - πάντα πρόθυμες για τις βρωμοδουλειές της αστικής τάξης και τους στόχους της - φωνές και πένες που πάνω κάτω λένε το εξής: Είναι σωστό να εμμένουμε σε συμφωνίες που αντιστοιχούσαν σε άλλες εποχές, με άλλους συσχετισμούς, από τις οποίες η Τουρκία και άλλοι βγήκαν ριγμένοι, και που ουσιαστικά τροφοδοτούν την επιθετικότητά της σήμερα; Τελικά δεν έχει κανένα δικαίωμα η Τουρκία στην περιοχή, αλλά μόνο η Ελλάδα; Και άρα, όποιος δεν θέλει πόλεμο, δεν πρέπει να επιδιώκει έναν συμβιβασμό που θα προσαρμόζει στα σημερινά δεδομένα και προς όφελος όλων των λαών της περιοχής τις συμφωνίες αυτές;
Καταρχάς διότι σπέρνουν αυταπάτες ότι η απάντηση στον πόλεμο είναι η ιμπεριαλιστική ειρήνη, οι ιμπεριαλιστικές συμφωνίες, με την εποπτεία μάλιστα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Την ίδια στιγμή που - όπως φαίνεται και από όλη την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά και από τη σημερινή πείρα - οι προσωρινοί και εύθραυστοι κάθε φορά «συμβιβασμοί» ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές, με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών, όχι μόνο δεν διασφαλίζουν από τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς, αλλά τους «τρέφουν» και τους φουντώνουν, συσσωρεύουν ακόμη περισσότερη καύσιμη ύλη για τον επόμενο γύρο των αντιπαραθέσεων.
Αυτό συμβαίνει γιατί δεν πρόκειται για συμφωνίες ανάμεσα σε λαούς, αλλά ανάμεσα σε αστικές τάξεις, ανάμεσα σε επιχειρηματικούς ομίλους. Δεν γίνονται για το αμοιβαίο όφελος των λαών αλλά για το όφελος των πολυεθνικών εταιρειών, των μονοπωλίων, των αστικών τάξεων, σε βάρος των λαών, σε βάρος και του περιβάλλοντος. Αυτή η «συνεκμετάλλευση» πάντα θα αφήνει και κάποιους μεγαλοκαρχαρίες ανικανοποίητους, θα νιώθουν «ριγμένοι» στη ληστρική μοιρασιά. Επίσης γιατί οι συμφωνίες αυτές επιδιώκονται και σπρώχνονται από τους Αμερικανούς επειδή αποτελούν παράγοντα ενίσχυσης της συνοχής της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, της διατήρησης δηλαδή της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟικού στρατοπέδου, αποδεικνύοντας ότι τα Ελληνοτουρκικά δεν είναι απλά διμερή ζητήματα αλλά μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας διαμόρφωσης αντιμαχόμενων στρατοπέδων, με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ από τη μια και τη Ρωσία, την Κίνα κ.λπ. από την άλλη.
Αρα λοιπόν η ιμπεριαλιστική «συνεκμετάλλευση» και οι υπόλοιπες «διευθετήσεις» και συμφωνίες των ιμπεριαλιστών είναι το δίδυμο αδερφάκι του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Πολύ περισσότερο, το εργατικό - λαϊκό κίνημα δεν μπορεί ούτε πρέπει να επιδιώκει να «διορθώνονται» ...«αδικίες» της ιμπεριαλιστικής μοιρασιάς. Να νοιάζεται δηλαδή για το ποιος είναι λιγότερο ή περισσότερο ριγμένος και να διεκδικεί μάλιστα «επαναδιαπραγμάτευση» για την αποκατάσταση της «αδικίας»! Η λογική αυτή στην προέκτασή της εύκολα συναντιέται με την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, αυτή του εθνικισμού. Γιατί π.χ. όπως αντίστοιχα η τουρκική αστική τάξη ή τμήματά της αισθάνονται «ριγμένοι» στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με την ίδια λογική ελληνικές εθνικιστικές δυνάμεις εγείρουν απαράδεκτες διεκδικήσεις σε βάρος των γειτονικών λαών, με τα περί «αλύτρωτων πατρίδων», αποκατάστασης «εθνικών αδικιών» κ.ο.κ. Η ιστορία έχει δείξει ότι όταν ανοίγουν ζητήματα αλλαγής συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων, αυτό λειτουργεί ως ντόμινο σε μια ευρύτερη περιοχή...
Γι' αυτό, το ΚΚΕ τονίζει την ανάγκη να δυναμώσει η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική εμπλοκή, για να κλείσουν οι βάσεις, για να μην είναι η χώρα ορμητήριο πολέμου και επεμβάσεων, για την αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ και όλες τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Γι' αυτό, το ΚΚΕ εναντιώνεται στα σχέδια αμφισβήτησης συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων, υπερασπίζοντας το λαό, τους εργαζόμενους, και όχι τα παζάρια και τους ανταγωνισμούς για τα συμφέροντα των μονοπωλίων, για τα κέρδη, τις καταθέσεις και τις μετοχές τους, που παρουσιάζονται ως «πατριωτικό εθνικό συμφέρον». Εχοντας ταυτόχρονα το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, στην προοπτική ο λαός, οι εργαζόμενοι να φτιάξουν τη δικιά τους πατρίδα, με τον πλούτο και την εξουσία στα δικά τους χέρια.
Από αυτή τη σκοπιά συντονίζει τη δράση του και τη διεθνιστική του αλληλεγγύη με το ΚΚ Τουρκίας, για την κοινή πάλη των εργαζομένων και των λαών και στις δύο χώρες ενάντια στις αστικές τάξεις τους, ενάντια στο ΝΑΤΟ και στα ιμπεριαλιστικά του σχέδια στην περιοχή.