Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ
Αν αδέξια σας φαίνονται σήμερα τα έργα τους αυτά, θυμηθείτε μονάχα πως φτιαχτήκαν κάτω απ' τη μύτη των φρουρών και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό τους, καθώς θα έλεγε ο Ρίτσος. Μόνο που, όπως η ποίηση του Ρίτσου, έτσι και τα εικαστικά που δημιουργήθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες, κάθε άλλο παρά αδέξια είναι. Ορισμένα μάλιστα ανήκουν στα λίγα στην Ιστορία της Τέχνης, που με τη λιτή, στεγνή συχνά γραμμή τους, καταφέρνουν να εκφράσουν με τόση ένταση και ρεαλισμό μοναδικές στιγμές της τιτάνιας και άνισης μάχης για να κρατηθεί άσβεστη η φλόγα των πρωτοπόρων ιδανικών της εποχής μας. Δεν θα υπήρχε βέβαια σ' αυτά τα έργα τόση εκφραστική δύναμη, αν οι δημιουργοί τους δεν είχαν βουτήξει το πινέλο στο αίμα τους, για να μας τα παραδώσουν. Αν δεν είχαν περάσει τα καλύτερά τους χρόνια στα κάτεργα και στους πυρωμένους βράχους των αφιλόξενων νησιών, τη Μακρόνησο, τον Αη Στράτη, τη Γυάρο, την Ικαρία, τη Λήμνο. Αν δεν είχαν μοιραστεί με τους συντρόφους τους την κουβέρτα, το τσιγάρο, την ελπίδα. Αν δεν είχαν σφίξει τα δόντια και τη γροθιά τους για να αποχαιρετήσουν εκείνους που έφευγαν για εκτέλεση ή για το στρατοδικείο, αν τελικά δεν είχαν βάλει όλη τη δύναμή τους στη μάχη για το δίκιο και την ευτυχία των ανθρώπων.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι τα έργα καλλιτεχνών που διέφυγαν τη σύλληψη, είτε επειδή ακολούθησαν το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, είτε από τύχη, υπολείπονται (...).
Τόσο τα έργα των φυλακών και της εξορίας, όσο και τα εμπνευσμένα από την πάλη μέσα κι έξω απ' αυτές, δεν προορίζονταν για τα σαλόνια. Είχαν όλα σκοπιμότητα, επιτελούσαν συγκεκριμένες λειτουργίες:
Μια πρώτη ήταν να μείνουν στην Ιστορία οι φυσιογνωμίες των ηρώων που την έγραφαν με το αίμα τους. Δεκάδες πορτρέτα ή ολόσωμα σκίτσα κομμουνιστών και άλλων πρωτοπόρων αγωνιστών φτιάχτηκαν στις εξορίες, για να μην ξεχάσουμε οι μεταγενέστεροι τη μορφή τους, την όρθια στάση τους, την αδάμαστη ψυχή τους, ειδικά να μην ξεχάσουμε τους νεκρούς μας. Ο Μπαχαριάν αφηγείται μια σπαραχτική σκηνή, όπου καθώς ξεκίνησε να σκιτσάρει έναν σύντροφό του την προηγούμενη μέρα που θα τον έπαιρναν για το στρατοδικείο, εκείνος του είπε γελαστά: "Φτιάξε με ωραίο, ρε μπαγάσα Μπαχαριάν. Και το πρώτο φιλί που θα δώσεις, να 'ναι στο κορίτσι μου".
Μια άλλη λειτουργία των έργων της φυλακής και της εξορίας ήταν η μαρτυρία (...). Οι εικόνες δεν εξιδανικεύουν, δεν προβάλλουν ηρωικά πρότυπα, δεν έχουν εξάρσεις, κρατούν όμως κάτι απ' τη συγκίνηση της στιγμής που σχεδιάστηκαν. Καταγράφουν μια βασανισμένη ζωή που καθρεφτίζεται στα πράγματα - τα δαρμένα απ' τον άνεμο αντίσκηνα, τα στενόχωρα ράντζα, τα τρύπια άρβυλα, τα ταλαιπωρημένα καθημερινά σκεύη - και στις συχνά απρόσωπες ανθρώπινες φιγούρες όταν καταλαγιάζουν τα μαρτύρια, με όλο το φορτίο της ανθρωπιάς τους, τον πόνο, την κούραση, τον καημό και μέσα απ' αυτά την αντοχή τους.
Το μήνυμα ότι παρά τα μαρτύρια ο αγώνας συνεχίζεται αταλάντευτα, το στέλνουν πολύ πιο ξεκάθαρα οι ευχετήριες κάρτες (...). Οι πανέμορφες ευχετήριες κάρτες - κάθε άλλο παρά ερασιτεχνικές - σχεδιάζονταν από έμπειρους εικαστικούς και στη συνέχεια αντιγράφονταν ή εκτυπώνονταν για να καλύψουν μια θεμελιακή ανάγκη των εκτοπισμένων, την επικοινωνία με τις οικογένειές τους.
Η συλλογική συγκρότηση της ζωής των κρατουμένων αποτελεί έναν από τους άθλους στην Ιστορία του ΚΚΕ, που οι Οργανώσεις του συνέχιζαν να λειτουργούν ακόμη και στις βάρβαρες συνθήκες της φυλακής και της εξορίας, όπως μαρτυρεί το έργο του Γιάννη Στεφανίδη με τον παραπλανητικό τίτλο "Ομοτράπεζοι", που αναπαριστά συνεδρίαση κομματικού πυρήνα στην εξορία (...). Για τη μεταπολεμική οργάνωση της ζωής των κρατουμένων, το ΚΚΕ αξιοποιούσε τη μεγάλη εμπειρία που είχε αποκτήσει προπολεμικά, στα ξερονήσια και τα κάτεργα κύρια της μεταξικής δικτατορίας και της Κατοχής. Οι χειρόγραφες εφημερίδες της έκθεσης από την Ανάφη της περιόδου 1939-'40 αντανακλούν ανάγλυφα την έκταση και την ποιότητα αυτής της δουλειάς. Με τα σημερινά μέτρα μάς φαίνεται αδιανόητο να αντιγράφονται μυστικά με το χέρι τα κατεβατά της ύλης τους και να φτιάχνονται σχέδια για την εικονογράφησή τους σωστά έργα τέχνης. Μα πάνω απ' όλα προκαλεί ενδιαφέρον το περιεχόμενο αυτών των εφημερίδων, που κατορθώνουν να εκπληρώσουν στο ακέραιο το ρόλο τους ως συλλογικού καθοδηγητή και οργανωτή, προσεγγίζοντας όλα τα θέματα μιας τυπικής εφημερίδας και ακόμη περισσότερα (...).
Μια τρίτη λειτουργία της εικαστικής δημιουργίας με θέμα τις φυλακές και εξορίες ήταν η καταγγελτική. Τα έργα που αναδείχνουν τη φρίκη των βασανιστηρίων, τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις κ.ά. δεινά, πολλά από τα οποία δημιουργήθηκαν μετά την απελευθέρωση των καλλιτεχνών ή από καλλιτέχνες που δεν είχαν συλληφθεί, όπως και όλη σχεδόν η σειρά των έργων που αναφέρονται στην επτάχρονη δικτατορία, στοιχειοθετούν ένα ανελέητο κατηγορητήριο ενάντια στην αστική εξουσία και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της. Είναι πύρινες εκκλήσεις στον ελληνικό λαό και τους ξένους διανοούμενους να αναπτύξουν κίνημα καταδίκης των στυγερών εγκλημάτων και των πολιτικών αυτουργών τους και να διεκδικήσουν την απελευθέρωση των κρατουμένων (...).
Ανάμεσα στα καταγγελτικά έργα ξεχωρίζουν τα καυτερά χαρακτικά του Γιώργη Φαρσακίδη (...). Τα έργα αυτά αποτελούν ανεπανάληπτα ντοκουμέντα της μισαλλοδοξίας, του δολοφονικού μένους, των ανείπωτης βιαιότητας και ασύλληπτων από τον κοινό νου μεθόδων βασανισμού στη Μακρόνησο, μια τελειοποιημένη εκδοχή των μεθόδων που είχαν εφεύρει οι ναζί ειδήμονες του είδους (...). Δεν πρέπει εδώ να προσπεράσουμε και τα έργα της Αννας Κινδύνη, σε άλλο κλίμα βέβαια, τα εμπνευσμένα από τις αφηγήσεις της Μακρονησιώτισσας αδερφής της, ειδικά εκείνα που δείχνουν τις καταδικασμένες μανάδες με τα παιδιά τους, που ζούσαν το άδικο μέσα απ' την κούνια τους, στην αγκαλιά τους.
Στην έκθεσή μας υπάρχουν όμως και έργα που έγιναν μεταγενέστερα από κομμουνιστές δημιουργούς, για να δικαιώσουν τη σκληρή αυτή πάλη και να καθαγιάσουν τους ήρωές της, όπως το έργο του Θωμά Μώλου "Αγιοι της Μακρονήσου". Στην ομάδα αυτή κυριαρχούν στην έκθεση δύο ακόμη μνημειώδη έργα. Το ένα είναι η καθηλωτική τετράπτυχη ξυλογραφία του Α. Τάσσου με τον τίτλο "Αφιέρωμα στην Αλίκη Τ.", που οι μήτρες της παρουσιάζονται εδώ. Το έργο εκτέθηκε το 1964 στην ιστορική γκαλερί "Ζυγός" μαζί με το τρίπτυχο "Λεπτομέρεια εμφυλίου πολέμου (Επιτάφιος) 1961", που κι αυτό παρουσιάζεται στην έκθεση, και αποτελούν τα πρώτα έργα καταξίωσης στην ελληνική τέχνη του αγώνα του ΔΣΕ (...). Το άλλο έργο είναι του Βάλια Σεμερτζίδη. Παριστάνει το χορό που έστησαν οι μελλοθάνατοι την παραμονή της εκτέλεσής τους από τους Γερμανούς την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή. Παρουσιάζοντας ο ίδιος το έργο του, εξηγεί ότι βάζοντας σε πρώτο πλάνο και πρώτο στο χορό τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, θέλει να υποδηλώσει πως αν δεν ήταν κομμουνιστές αυτοί που πρωτοστάτησαν στην πάλη, αν δεν ήταν μαρξιστές με συνείδηση της θέσης τους και του αντιπάλου, δεν θα μπορούσαν να περιφρονούν έτσι τον θάνατο, παρασέρνοντας και τους συναγωνιστές τους σε τέτοιες γενναίες πράξεις.
Δεν ήταν η τυφλή πίστη σε μια μεταφυσική ιδέα, που οδηγούσε τις πράξεις τους. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους κομμουνιστές. Δεν τους έσερνε η ζωή. Εκείνοι την έσερναν. Συνειδητά, μεθοδικά, σχεδιασμένα, βασισμένοι σε μια επιστημονικά θεμελιωμένη και ιστορικά επιβεβαιωμένη θεωρητική γνώση. Δεν πίστευαν, ρομαντικά και αφελώς, σε νεφελώδη, ουτοπικά ιδανικά. Εμεναν πιστοί, σταθεροί σ' έναν απόλυτα εφικτό και πραγματοποιήσιμο σκοπό: Την απελευθέρωση των ανθρώπων από τα δεσμά της ταξικής εκμετάλλευσης (...).
Και η πιο ακριβή κληρονομιά που μας άφησαν, δεν είναι μόνο οι εικόνες τους, αλλά η μεγάλη αλήθεια που βρίσκεται μέσα σ' αυτές και που ο Ρίτσος με ένα στίχο του ανέλαβε να μας την παραδώσει συμπυκνωμένη: Πως "ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ' την καθημερινή την έγνοια του". Πως δηλαδή η ευτυχία, το αίσθημα της πληρότητας, δεν βρίσκεται στο κυνήγι της ατομικής και οικογενειακής ευμάρειας και επιτυχίας, αλλά στην πάλη για εκείνα που ζητά η ευτυχία όλου του κόσμου.
Η Ελ. Μηλιαρονικολάκη ευχαρίστησε εκ μέρους της ΚΕ του ΚΚΕ τους συγγενείς των καλλιτεχνών και όλους όσοι πρόσφεραν πρόθυμα εικαστικά έργα, τον δήμο Αθηναίων για την παραχώρηση του χώρου, αλλά και τους συντρόφους που δούλεψαν για την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης έκθεσης.