Αφήνοντας την όμορφη ταμία στη θέση της, ο γνωστός μας πια συνταξιούχος πήγε σ' ένα καφενείο. Πλάι του καθόταν μια παρέα παρηκμασμένων λογοτεχνών με νευρώσεις πολυτελείας, που έκανε φασαρία. Ενας ένας με τη σειρά, οι λογοτέχνες απεδείκνυαν με δραματικό τρόπο γιατί είναι καταραμένοι και ζουν στο περιθώριο αυτής της ζωής. Ο συνταξιούχος σηκώθηκε συγκινημένος και τους είπε: «Κι εγώ, κύριοι, είμαι σαν κι εσάς». «Είστε λογοτέχνης;» τον ρώτησε ένας ακέφαλος διανοούμενος. «Οχι, αγαπητοί μου, αλλά εγώ είμαι επίσημα καταραμένος και ανήκω στο περιθώριο με χαρτιά» είπε και τους έδειξε ένα αντίγραφο από τη σύνταξη του. «Παρ' όλα αυτά και για να μη φανώ αγενής, ασφαλώς ενθυμείστε το λόγο του Ντοστογιέφσκι για τον Πούσκιν. Οχι; Τότε να σας θυμίσω ένα μικρό απόσπασμα που σας αφορά: Ολους τους διανοούμενους τους αναμένει κάποια στιγμή η ίδια η τύχη, αν δεν ακολουθήσουν τη σωτήρια οδό, που είναι η συμφιλίωση και η επικοινωνία με το λαό"».
Αίσθηση έχει προκαλέσει στο συνταξιούχο η προσφορά του Χριστόδουλου, της γνωστής Εκκλησίας, προς τα γηρατειά και τις δυσκολίες τους: «Ο κάθε συνταξιούχος θα φέρει πάντοτε πάνω του έναν εξορκισμό και έτσι θα λύνονται διά παντός όλα τα προβλήματα του». Ο συνταξιούχος, λοιπόν, ως όφειλε, πριν φορέσει τον εξορκισμό του, τον διάβασε πρώτα: «... τον βάσανον αυτόν και οφθαλμόν αυτόν σβέσαν, εύφρανον και αποδίωξον πάσαν ματίων (μάτιασμα) και πάσαν βλάβην και πάσαν αρρωστίαν από της ποίμνης ταύτης από κεφαλοπόνου απομάκρυνον, από καρδιοπόνου, από αιματοπόνου, από λαιματοπόνου (λαιμοπόνου), από συκωτίου και στομάχου, από μυξαρούδας, από ψώρας, από ψύχρα (κρύο), από ευλογιάς, από βυζοπόνου, από βηχίου νυκτερινού και ημερινού και από πάσης κακής μάστιγος και πάσης άλλης συμφοράς και αρρωστίας και γλωσσοφαγίας...».
Αυτή λοιπόν ήταν μια μέρα από τη ζωή του συνταξιούχου μας. Και η... σύνταξή του συνεχίζεται!