Τραγουδούν οι Ρίτα Αντωνοπούλου και Κώστας Θωμαΐδης. Η καλλιτεχνική επιμέλεια και διεύθυνση είναι του Θύμιου Παπαδόπουλου. Παίζουν οι μουσικοί: Δημήτρης Αγάθος (τρομπέτα), Γιώργος Κατσίκας (τύμπανα), Μίμης Ντούτσουλης (μπάσο), Θοδωρής Οικονόμου (πιάνο), Θύμιος Παπαδόπουλος (φλάουτο, κλαρινέτο, σαξόφωνο), Γιάννης Παπαζαχαριάκης (κιθάρα), Τζίμης Σταρίδας (τρομπόνι).
Ο δίσκος, που εκδόθηκε το 1976 και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Σπόρτιγκ το 1978, σημαδεύτηκε από την ανεπανάληπτη ερμηνεία της Μαρίας Δημητριάδη. Στα χορικά συμμετείχε ομάδα νέων ηθοποιών και τραγουδιστών, ανάμεσά τους οι Σάκης Μπουλάς, Αφροδίτη Μάνου, Γιάννης Ζουγανέλης, Γιώργος Μιχαηλίδης, Γιώργος Κιμούλης, Σοφία Σπυράτου.
Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε ξανά στις συναυλίες που αφιέρωσε ο μεγάλος συνθέτης στα 100 χρόνια του ΚΚΕ το Μάρτη και τον Απρίλη του 2018. «22.000 θεατές που τις παρακολούθησαν δημιούργησαν την πιο κατανυκτική ατμόσφαιρα που έχω ζήσει ποτέ. Τους ευγνωμονώ», είχε αναφέρει τότε ο Θ. Μικρούτσικος. Σημείωνε ακόμα ότι «η "Καντάτα για τη Μακρόνησο" είναι ένα έργο που δεν ανήκει μόνο στους δημιουργούς του. Ανήκει σε όσους αγωνίστηκαν και πάλεψαν μέσα από τις γραμμές του Κόμματος αλλά και δίπλα σ' αυτό, σε χρόνους ζοφερούς. Σε όσους εκτελέστηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν και αντιστάθηκαν. Σε όσους πάλεψαν για μια δίκαιη κοινωνία». Οσο για το τι ήταν αυτό που τον ώθησε να μελοποιήσει τα ποιήματα ήταν κατηγορηματικός: «Προφανώς με έκαιγε η Ιστορία μας! Το περιεχόμενο του δικού μας αγώνα. Θέλησα να εκφράσω με σύγχρονο τρόπο την καταπίεση των ανθρώπων στη Μακρόνησο, τον ηρωισμό που επέδειξαν, τη σκληράδα των βασανιστών. Επομένως, έπεσε σαν ώριμο μήλο ο "Πέτρινος Χρόνος" του Ρίτσου, γνωρίζοντας βέβαια το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του και έχοντας ήδη μελοποιήσει Ρίτσο και σε επίπεδο πειραματικής μουσικής και σε επίπεδο τραγουδιών, που δεν είχαν εκδοθεί».
Σημειώνεται ότι από τη «Σύγχρονη Εποχή» κυκλοφορεί συλλεκτική έκδοση, η οποία περιλαμβάνει νέα, αναθεωρημένη ηχογράφηση των δύο έργων, με τους Ρ. Αντωνοπούλου και Κ. Θωμαΐδη, και είναι αφιερωμένη στα 100 χρόνια ηρωικής ζωής και δράσης του ΚΚΕ.
Είχαμε τη χαρά να συζητήσουμε με τον Θύμιο Παπαδόπουλο για την «Καντάτα για τη Μακρόνησο», για το τι είναι αυτό που καθιστά το έργο πρωτοποριακό, το πώς ξαναδούλεψαν μαζί με τον συνθέτη την «Καντάτα» για τις συναυλίες του 2018 και τη νέα ηχογράφηση, αλλά και το τι σημαίνει να παίζεται αυτό το έργο στο μέρος για το οποίο γράφτηκε...
Ο Θάνος προσπάθησε και κατάφερε να γράψει ένα έργο όπου διαφορετικά στοιχεία τέχνης ενώνονται πάνω στον καμβά της ποίησης. Εχει δουλέψει πολύ στη σύνθεση, κινούμενος μεταξύ σύγχρονης μουσικής, τολμηρών ενορχηστρώσεων και ενσωμάτωση ηθοποιών και αφηγητών. Ο Θάνος, με τον τρόπο που μελοποιεί και στην "Καντάτα", είναι σαν να ανακαλύπτει τον κρυφό ρυθμό των ποιημάτων, όχι τον πιο προφανή. Αλλωστε, ήταν βασική επιδίωξη του συνθέτη να ανακαλύπτει τις κρυμμένες πλευρές που κάθε μεγάλο ποίημα φέρνει και να μας το φέρνει μπρος μας ακόμα πιο "χρωματιστά"».
Μετά από 42 χρόνια το έργο ξαναπαίχτηκε ολόκληρο σε τρεις αξέχαστες συναυλίες, αφιερωμένες στα 100 χρόνια του ΚΚΕ, σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα. Μάλιστα, αυτή η νέα προσέγγιση της «Καντάτας» ηχογραφείται εκ νέου και αφιερώνεται στα 100 χρόνια του ΚΚΕ. Ο Θ. Παπαδόπουλος έζησε από πολύ κοντά όλη αυτήν την προσπάθεια.
Θυμάμαι τον Θάνο να ψάχνει και να βρίσκει το παλιό χειρόγραφο. 100 χειρόγραφες σελίδες Α3. Επρεπε να το βάλουμε ξανά σε τάξη, κάπου δεν διαβαζόταν... Το δουλέψαμε πλήρως. Και σαν μουσικός είχα την τύχη να πάρω ένα μεγάλο μάθημα. Να καταφέρω στο πλευρό του συνθέτη να δω τους μηχανισμούς του ανθρώπου που το δημιούργησε, τη σκέψη που είχε από πίσω. Ετσι, αυτή η επιτόπου διαδικασία μού άνοιξε δρόμους, έμαθα πράγματα...».
Οσο για το τι αισθάνεται για το ότι το έργο θα παιχτεί για πρώτη φορά στη Μακρόνησο; «Το μεγαλύτερο τρακ και την απόλυτη δικαίωση του έργου, όταν παίζεται στον τόπο για τον οποίο γράφτηκε. Σκοπός μας είναι να το παρουσιάσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κάτι τέτοιες στιγμές μάς κάνουν όλους να σφίγγουμε το χέρι και να θυμόμαστε ότι κάποια από τα μεγάλα ιδανικά θέλουν πολύ κόπο για να τα κατακτήσεις.
Αισθάνεται κανείς τον πόνο, την κούραση αυτών των ανθρώπων, τη μεγάλη αδικία που υφίστανται, ενώ πάλευαν για έναν πιο δίκαιο κόσμο.
Ξυπνάνε και παλιές μνήμες... Μεγαλώνοντας στο Λαύριο παρατηρούσα το βλέμμα του πατέρα μου που έμενε ακίνητο σε αυτό το νησί. Δεν μπορώ να στο περιγράψω. Αργότερα έμαθα ότι είχε βγει από εκεί...».