Ογδόντα τρία χρόνια προσφοράς στον παγκόσμιο ποιοτικό κινηματογράφο μετράει το ιστορικό στούντιο του Λένινγκραντ και προσπαθεί να μην προδώσει την ιστορία του κάτω από τις σημερινές, αντίξοες συνθήκες
Πρόσφατα, το ελληνικό κοινό είχε τη σπάνια ευκαιρία να απολαύσει ένα πολύ μικρό δείγμα της πλούσιας παραγωγής των στούντιο «Λένφιλμ», στο πλαίσιο του αφιερώματος στον κινηματογράφο της Αγίας Πετρούπολης, που οργάνωσε η «Ταινιοθήκη της Ελλάδος», σε συνεργασία με την πρεσβεία της Ρωσίας, στον πολυχώρο «Αθηναΐς». Τις ταινίες συνόδευσαν στην Ελλάδα ο αναπληρωτής πρόεδρος του «Λένφιλμ», Αντρέι Ζερτσάλοφ, και οι σκηνοθέτες Σεργκέι Σνεζκίν και Λίντια Μπόμπροβα, ταινίες των οποίων προβλήθηκαν στο αφιέρωμα. Στη συνέντευξη Τύπου με αφορμή το αφιέρωμα, οι Ρώσοι κινηματογραφιστές μάς έδωσαν μια «γεύση» από τη σημερινή κατάσταση του στούντιο και από τις προσπάθειες των ανθρώπων του για να το κρατήσουν ζωντανό, χωρίς να προδώσουν τη βαριά κληρονομιά του. Ας γνωρίσουμε όμως πρώτα λίγα πράγματα γι' αυτήν την κληρονομιά.
Το «Λένφιλμ» είναι το πρώτο κινηματογραφικό στούντιο της Ρωσίας. Ιδρύθηκε στις 30 του Απρίλη 1918 και μετά από πολλές αλλαγές στην ονομασία του παγιώθηκε ως «Λένφιλμ» το 1934. Στις εγκαταστάσεις του περιλαμβάνεται και το ιστορικό θέατρο «Ακουάριουμ», όπου στις 6 του Μάη 1986 πραγματοποιήθηκε η πρώτη δημόσια προβολή ταινίας στη Ρωσία, από κινηματογραφιστές του συνεργείου των αδελφών Λιμιέρ. Το «Ακουάριουμ» ήταν και το πρώτο πλατό του στούντιο (με σημερινή ονομασία πλατό αριθμός 4) όπου γυρίστηκαν πολλές ταινίες. Ομως, το «Λένφιλμ» κατέχει κι άλλη πρωτιά στην κινηματογραφική ιστορία της Ρωσίας, αφού η πρώτη του παραγωγή το 1918, η ταινία του Αλεξάντρ Παντελέεφ «Συμπύκνωση», ήταν και η πρώτη ταινία της σοβιετικής εποχής. Μάλιστα, η ταινία γυρίστηκε μέσα σε μόλις λίγες μέρες, στα γραφεία και στους διαδρόμους της Ενωσης Βόρειας Κομμούνας, λόγω έλλειψης κατάλληλης τεχνικής υποδομής.
Στη δεκαετία του '30 στο στούντιο γυρίζονται κλασικές, πλέον, ταινίες του ρωσικού και παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως ο «Τσαπάγιεφ» των αδελφών Βασίλιεφ (Βραβείο Στάλιν το 1941), «Η τριλογία του Μαξίμ» των Κόζνιτσεφ και Τράουμπεργκ, «Ο άνθρωπος με το τουφέκι» του Σ. Γιούτκεβιτς, «Γκροζά» του Βλαντίμιρ Πετρόφ. Με την έναρξη του πολέμου το στούντιο μεταφέρεται στην πρωτεύουσα του Καζαχστάν, Αλμά-Ατά, και σηκώνει όλο το βάρος της κινηματογραφικής παραγωγής και προπαγάνδας της ΕΣΣΔ, καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Για να γίνει όσο το δυνατόν πιο κατανοητός ο άθλος των κινηματογραφιστών του στούντιο, μία από τις ταινίες που γυρίστηκαν στις δύσκολες συνθήκες του πολέμου ήταν και το αριστούργημα του Σεργκέι Αϊζενστάιν «Ιβάν ο Τρομερός». Κι όλα αυτά, ενώ η πλειοψηφία των οπερατέρ του στούντιο ήταν στο μέτωπο, άλλοι για να κινηματογραφήσουν επίκαιρα και άλλοι ως μαχητές στη μεγάλη μάχη της υπεράσπισης του Λένινγκραντ. Το «Λένφιλμ» έχει την τιμή να μετράει 359 κινηματογραφιστές του νεκρούς στο πεδίο της μάχης.
Το στούντιο συνέχισε τις επόμενες δεκαετίες να διεκδικεί με αξιώσεις τον ιστορικά πρωτοποριακό του ρόλο, με νέους σκηνοθέτες, αλλά και με διεθνείς διακρίσεις όπως: «Ο άγριος σκύλος Ντίνγκο» του Γιούλι Καράσικ («Χρυσό Λιοντάρι» στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1963), «Ο φίλος μου Ιβάν Λαψίν» του Αλεξέι Γκέρμαν (Βραβείο στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο το 1985), «Η Χρονιά του Σκύλου» του Σεμιόν Αράνοβιτς («Ασημένια Αρκτος» στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1994), «Μολόχ» του Αλεξάντρ Σοχούροφ (Βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών το 2000). Στα 85 χρόνια της μέχρι τώρα ύπαρξής του γυρίστηκαν στα πλατό του 1.500 ταινίες, πολλές από τις οποίες βραβεύτηκαν σε διεθνή φεστιβάλ, προβλήθηκαν στις τηλεοράσεις πολλών χωρών και έγραψαν μερικές από τις χρυσές σελίδες του κινηματογράφου διεθνώς. Ανάμεσά τους γυρίστηκαν και πολλές συμπαραγωγές, αρχής γενομένης το 1954, με την ταινία «Οι ήρωες του Σίπκα» του Σεργκέι Βασίλιεφ, συμπαραγωγής ΕΣΣΔ-Βουλγαρίας. Από τα πλατό του όμως πέρασαν και ξένοι ηθοποιοί, ανάμεσά τους η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Αβα Γκάρντνερ, ο Μάικλ Κέιν, η Τζέιν Φόντα, ο Φράνκο Νέρο, ο Μικέλε Πλάτσιντο, η Γκρέτα Σκάκι, η Σόφι Μαρσό. Εκεί δημιούργησαν μεγάλοι Ρώσοι σκηνοθέτες παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ο Γκριγκόρι Κόζνιτσεφ, ο Ιωσήφ Χέιφιτς, ο Βλαντιμίρ Πετρόφ, ο Γκλεμπ Πανφίλοφ κ.ά. καθώς και μεγάλα ονόματα διευθυντών φωτογραφίας και οπερατέρ του ρώσικου σινεμά. Δεκάδες τραγούδια που αγαπήθηκαν και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα από το λαό ακούστηκαν για πρώτη φορά στις ταινίες του «Λένφιλμ». Στις δεκαετίες '80 και '90 πολλοί νέοι σκηνοθέτες συνέχισαν με επιτυχία τις καλύτερες παραδόσεις του στούντιο, όπως οι Βιτάλι Μέλνικοφ, Αλεξέι Γκέρμαν, Αλεξάντρ Σοχούροφ κ.ά. Το 1989 εμφανίστηκαν στο πλαίσιο του στούντιο ανεξάρτητα στούντιο που «γεννήθηκαν» από τις καλλιτεχνικές ομάδες του «Λένφιλμ», όπως τα «Γκόλας», «Νέβα», «Πετραπόλ» κ.ά.
Σήμερα το στούντιο απλώνεται σε ένα τετραώροφο κτίριο με τις διοικητικές υπηρεσίες του και δύο πλατό έκτασης 1.100 τ.μ. έκαστο. Για να πάρουμε μια ιδέα για τον ιστορικό πλούτο του στούντιο αξίζει να αναφέρουμε, ότι στις αποθήκες του φυλάσσονται 130 χιλιάδες κοστούμια και 47 αυτοκίνητα αντίκες. Ωστόσο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το «Λένφιλμ» είναι μεγάλα. Από 2.700 ανθρώπους που εργάζονταν στο στούντιο το 1991, σήμερα απέμειναν μόλις 700. Για να αντεπεξέλθει στις οικονομικές δυσκολίες νοικιάζει την υποδομή του στις ανεξάρτητες παραγωγές, αφού το κράτος δεν αναλαμβάνει πάνω από το μισό του κόστους μιας ταινίας, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Αυτό στην πράξη σημαίνει πως πλέον είναι αδύνατον το στούντιο να γυρίσει ακριβές παραγωγές, όπως ιστορικές ταινίες που απαιτούν μεγάλο αριθμό ηθοποιών, σκηνικών και άλλων ακριβών μέσων. Ωστόσο, όπως υπογράμμισαν οι εκπρόσωποί του, το στούντιο, το οποίο για τους κριτικούς δημιούργησε την καλλιτεχνική «σχολή της Πετρούπολης», εστιάζει στη συνέχιση της παράδοσης της κλασικής ρώσικης λογοτεχνίας, είτε με άμεσες αναφορές σε αυτήν, είτε περνώντας στο σελιλόιντ την «ατμόσφαιρά» της.
Οι άνθρωποι του «Λένφιλμ» είναι αισιόδοξοι, παρά τα προβλήματα. Η αισιοδοξία τους στηρίζεται στη, βάσιμη, εκτίμηση, ότι το ποιοτικό, νέο ρώσικο σινεμά βρίσκεται σε φάση δημιουργικής αναζήτησης, από την οποία αναμένονται πολλά. Το σίγουρο όμως είναι, ότι πλέον, δυστυχώς, θα πρέπει να τα καταφέρουν μόνοι τους, αφού η σημερινή εξουσία στη Ρωσία είναι «απασχολημένη» με άλλες προτεραιότητες από τον πολιτισμό...