ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ
Συνεχίζεται το «ανατολίτικο παζάρι»
Τρίτη 10 Νοέμβρη 2020

Turkish Presidency

Από την πρόσφατη συνάντηση Ερντογάν - Τατάρ
Συνεχίζεται το «ανατολίτικο παζάρι» της Τουρκίας με την ΕΕ, όπως επιβεβαίωσε η ανακοίνωση που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα τέλη της περασμένης βδομάδας, παρατείνοντας για ένα χρόνο - δηλαδή μέχρι τις 12/11/2021 - «το υφιστάμενο πλαίσιο περιοριστικών μέτρων ως απάντηση στις μη εξουσιοδοτημένες δραστηριότητες γεώτρησης της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο».

Αναζητώντας και διαπραγματευτικά μέσα πίεσης προς την Αγκυρα, το Συμβούλιο επανέλαβε ότι «η Ευρωπαϊκή Ενωση θα διατηρήσει την ικανότητά της να επιβάλλει στοχοθετημένα περιοριστικά μέτρα σε πρόσωπα ή οντότητες που είναι υπεύθυνα ή εμπλέκονται σε μη εξουσιοδοτημένες δραστηριότητες γεώτρησης υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο». Διευκρινίζει δε ότι «οι κυρώσεις συνίστανται σε απαγόρευση ταξιδιών στην ΕΕ και πάγωμα περιουσιακών στοιχείων για άτομα και οντότητες. Επιπλέον, απαγορεύεται στα άτομα και τις οντότητες της ΕΕ να διαθέσουν κεφάλαια σε όσους βρίσκονται στη λίστα».

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και τα σενάρια για κυρώσεις που σύμφωνα με δημοσιεύματα ενδέχεται να φέρει η Γαλλία στην προσεχή Σύνοδο της ΕΕ. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του γαλλικού δικτύου «Europe 1», το Παρίσι εξετάζει μεταξύ άλλων το ενδεχόμενο διακοπής της τελωνειακής ένωσης Τουρκίας - ΕΕ, υπολογίζοντας ότι αυτή συνεπάγεται σημαντικές ενισχύσεις για την τουρκική οικονομία - σχολιάζει βέβαια ότι αυτό «θα απαιτήσει τη συμφωνία των άλλων αρχηγών κυβερνήσεων της Ενωσης». Σε δηλώσεις του στο ίδιο δίκτυο, ο Γάλλος ΥΠΕΞ Ζαν Ιβ Λε Ντριάν ανέδειξε ότι παραμένουν προσδοκίες για βελτίωση των όρων της ευρωτουρκικής συνεργασίας, υπενθυμίζοντας ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει ήδη αποφασίσει να λάβει μέτρα κατά των τουρκικών αρχών και λέγοντας πως «τώρα είναι σημαντικό για τους Τούρκους να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να το αποφύγουν αυτό (...) Υπάρχουν μέσα πίεσης, υπάρχει μια ημερήσια διάταξη πιθανών κυρώσεων».

Από τη μεριά της Αγκυρας, ο Τούρκος ΥΠΕΞ Μ. Τσαβούσογλου, μιλώντας σε άτυπη συνάντηση της Διαδικασίας για τη Συνεργασία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, χαιρέτισε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Βρυξελλών με τα Τίρανα και τα Σκόπια. Η Αγκυρα δεν θεωρεί σωστή τη διαφορετική αντιμετώπιση που έχει απέναντί της η ΕΕ, «αγνοώντας το καθεστώς της ως χώρας προς ένταξη», πρόσθεσε και επέμεινε ότι προτεραιότητα της χώρας του παραμένει η πλήρης ένταξη στην ΕΕ.

«Αδύνατη η ενεργειακή εξίσωση» χωρίς Τουρκία και ψευδοκράτος

Στο μεταξύ ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρ. Τ. Ερντογάν, μιλώντας στην πόλη Καχραμάνμαρας ανέφερε ότι «αν δεν αντιδρούσαμε στην τυραννία της Συρίας, στη διαίρεση του Ιράκ, στις στρεβλώσεις στη Λιβύη, στην αδικία και πειρατεία στην Ανατολική Μεσόγειο, κανείς δεν θα μας στόχευε. Ιδού τώρα (...) Εγιναν εκλογές στη βόρεια Κύπρο. Και ως αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, ναι, έγινε πρόεδρος ένας αδελφός μας που αγαπάει την Τουρκία, που αποδέχτηκε την Τουρκία. Και, πρώτα ο Αλλάχ, θα ξεκινήσει μια νέα διαδικασία στην Κύπρο».

Μάλιστα, επιβεβαίωσε ότι θα βρεθεί στα Κατεχόμενα στις 15/11, επέτειο της ανακήρυξης του ψευδοκράτους, και «μαζί με τους αδελφούς μας στη βόρεια Κύπρο θα προβάλουμε τους δεσμούς της μητέρας πατρίδας με τη μικρή πατρίδα. Υπάρχει ανάγκη γι' αυτό. Και αυτό καθυστέρησε...».

Νέες δηλώσεις έκανε και ο ηγέτης του ψευδοκράτους Ερσίν Τατάρ, ο οποίος μπροστά στην άτυπη 5μερή διάσκεψη που προετοιμάζει ο ΟΗΕ για το Κυπριακό έκανε λόγο για «ευκαιρία να θέσουν τις νέες σκέψεις και προσεγγίσεις τους έξω από τα παρόντα καλούπια». Αν ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις, πρόσθεσε, αυτήν τη φορά στο τραπέζι «θα είναι και η λύση βασισμένη στην κυριαρχική ισότητα, δηλαδή των δύο κρατών. Δεν θα είναι υπό διαπραγμάτευση οι αποτελεσματικές και ντε φάκτο εγγυήσεις της Τουρκίας. Θα υπάρχει ρεαλισμός στα θέματα του εδάφους, του περιουσιακού, της υπηκοότητας, των δεσμών της Τουρκίας με τους Τουρκοκύπριους».

Μιλώντας στην τουρκική εφημερίδα «Σοζτζού», ο Τατάρ είπε ότι η Κύπρος «ήταν ανέκαθεν ένα πολύ σημαντικό νησί» για όλες τις χώρες της περιοχής, «τόσο από στρατηγικής όσο και από εμπορικής άποψης», «αλλά πιο σημαντική είναι για την Τουρκία. Εάν η Κύπρος περάσει σε χέρια μη φιλικών χωρών, θα αποτελεί σοβαρή αδυναμία για την ασφάλεια της Τουρκίας». Τέλος, για τα ενεργειακά σχέδια που «τρέχουν», είπε ότι «τώρα, στο θέμα της Ενέργειας είμαστε τόσο ισχυροί όσο εκείνοι. Απέναντι στα δικά τους βήματα κάνουμε και εμείς βήματα».

Θύμισε δε με έμφαση ότι ο Ερντογάν «πρότεινε ένα συνέδριο για την Ανατολική Μεσόγειο στο οποίο θα συμμετάσχει και η ΤΔΒΚ (σ.σ. το ψευδοκράτος), αλλά το δίδυμο Ελληνοκυπρίων - Ελλάδας και οι σύμμαχοί τους, Ισραήλ και Αίγυπτος, μέχρι τώρα δεν απάντησαν θετικά σε αυτήν την πρόταση. Γιατί αυτό; Επειδή στόχος τους είναι να εκμεταλλευτούν υπέρ τους τις ενεργειακές πηγές της Ανατολικής Μεσογείου αγνοώντας την Τουρκία και την ΤΔΒΚ. Αλλά αυτό είναι αδύνατον. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια ενεργειακή εξίσωση στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς τη συμμετοχή της Τουρκίας και της ΤΔΒΚ».

Αλλαγές σε Κεντρική Τράπεζα και υπουργείο Οικονομικών

Στο μεταξύ, με φόντο τη νέα σοβαρή ύφεση που αντιμετωπίζει η καπιταλιστική οικονομία της Τουρκίας, το Σάββατο ανακοινώθηκαν ξανά αλλαγές στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας, από όπου απομακρύνθηκε ο Μουράτ Ουισάλ και χρέη προέδρου ανέλαβε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Νατσί Αγκμπάλ. Είχε προηγηθεί νέο χαμηλό επίπεδο - ρεκόρ υποχώρησης για την αξία της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου («έκλεισε» στα 8,5445). Ο Αγκμπάλ δήλωσε ότι η Κεντρική Τράπεζα θα εστιάσει στη μείωση του υψηλού πληθωρισμού, ενώ υψηλόβαθμα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος δήλωναν πως «πρέπει να ληφθούν μέτρα για να σταματήσει η ταχεία αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας».

Επιπλέον, την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Οικονομικών υπέβαλε ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ (συν τοις άλλοις γαμπρός του Ερντογάν), επικαλούμενος λόγους υγείας.

Ο επικεφαλής του σοσιαλδημοκρατικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Κεμάλ Κιλιντσάρογλου δήλωσε ότι η παραίτηση του υπουργού Οικονομικών ισοδυναμεί με «κρατική κρίση» και κατηγόρησε τον Ερντογάν πως διοικεί τη χώρα σαν να ήταν «οικογενειακή επιχείρηση», επαναλαμβάνοντας ότι η Κεντρική Τράπεζα «έχει χάσει την ανεξαρτησία της».