«Η Ημέρα της Κρίσης»
Σάββατο 9 Γενάρη 2021 - Κυριακή 10 Γενάρη 2021

Ο Σαλβατόρε Σάτα (1902 - 1975), έγκριτος νομικός, ιδίως για το έργο που επιτέλεσε στην ανασυγκρότηση του Ποινικού Κώδικα της Ιταλίας, μετά την εποχή του Μουσολίνι και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, προσέφερε στην παγκόσμια λογοτεχνία ένα ευφυέστατο έργο, που μάλλον γράφτηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής του και το οποίο δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.

Με το βιβλίο του «Η Ημέρα της Κρίσης» (εκδ. «Ζαχαρόπουλος», μετάφραση Θανάσης Μετσιμενίδης), ο Σ. Σάτα ανασυστήνει την τοιχογραφία της γενέθλιας πόλης του, Νουόρο της Σαρδηνίας, από τις αρχές του 20ού αιώνα έως τα χρόνια της επικράτησης του φασισμού. Ο Σάτα «βαδίζει» προς το κοιμητήρι, ιχνηλατώντας την ιστορία του Νουόρο και, όπως γράφει, «δεν κοιτάζω γύρω μου, όμως νιώθω ν' ανοίγουν οι πόρτες στο πέρασμά μου, και μάτια γεμάτα περιέργεια και δυσπιστία με παρακολουθούν, καθώς διασχίζω τα σκοτεινά δρομάκια της πόλης».

Με επίκεντρο την ιστορία της οικογένειας του ντον Σεμπαστιάνο, συμβολαιογράφου, άρα και κατόχου της μνήμης της ιδιοκτησίας γης, ο συγγραφέας αφηγείται το πολύπλευρο πέρασμα της Σαρδηνίας από τις φαινομενικά «παγωμένες στο χρόνο» μισοφεουδαρχικές σχέσεις στις ταξικές σχέσεις της αστικής κοινωνίας.

Αυτό το πέρασμα «πρέπει να μεταφραστεί στα Σαρδηνικά», δηλαδή γίνεται αντιληπτό, αρχικά, μέσω των διαπροσωπικών σχέσεων μιας μικρής κλειστής κοινωνίας, που κυρίως διψά για ζωή.


Η εκπληκτικότερη ηρωίδα του Σ. Σάτα - κατά τη γνώμη μας έξοχη αλληγορία για το Νουόρο και τη Σαρδηνία της εποχής εκείνης - είναι η ντόνα Βιντσέντσα, η γυναίκα του ντον Σεμπαστιάνο, στην οποία ο σύζυγός της, όταν της απήθυνε τον λόγο, της έλεγε «εσύ βρίσκεσαι στον κόσμο επειδή έτυχε να υπάρχει μια θέση!».

Κι όμως η ντόνα Βιντσέντσα, σιωπηλή αλλά όχι άνυδρη, μάθαινε τα πάντα, αντιλαμβανόταν τα πάντα και πλήρωσε πολύ ακριβά και τον πόλεμο στο πρόσωπο των γιων της.

Στο στεγνό και άγριο Νουόρο δεν υπάρχει μόνο η οικογένεια του ντον Σεμπαστιάνο. Εξίσου πρωταγωνιστούν οι ευγενείς, οι παπάδες, οι δάσκαλοι, οι βοσκοί, οι μαχαιροβγάλτες, οι τεμπέληδες, οι πόρνες, ο καθένας με το όνομά του, τους οποίους ο συγγραφέας συνοδεύει έως τη μεταθανάτια «Ημέρα της Κρίσης», μελετώντας τη μοίρα τους στην προσπάθειά του να ανακαλύψει και τη δική του μοίρα.

Αλλά και οι πολιτικοί εξόριστοι, νεαροί επαναστάτες, που αν και στις πρώτες προσπάθειές τους δεν κατάφεραν πολλά πράγματα, ωστόσο κατάφεραν το σπουδαίο, «να απελευθερώσουν τη φαντασία των χωρικών» ότι μπορούν να ζήσουν κι αλλιώς, και όχι μόνο να οργώνουν την ξερή γη με ένα πρωτόγονο αλέτρι για μια ξερή κριθαρένια κουλούρα που τη βουτούσαν στο λάδι, όταν αυτοί που κατείχαν τη γη έτρωγαν αρνάκι ψητό και γλυκίσματα.

Οι σελίδες του βιβλίου του Σ. Σάτα αναδίδουν την αψιά μυρωδιά του κρασιού, της μυρσίνης, της κουμαριάς, του σχίνου και της μαστίχας, τη μυρωδιά της κλεισούρας της τρώγλης όπου έμεναν οι φτωχοί του Νουόρο, τη μυρωδιά του λιβανιού και των Λατινικών στην πρόσοψη της εκκλησίας σε ένα νησί παγανιστών.

Πάντα σε πρώτο πλάνο οι ξωμάχοι της Σαρδηνίας, που πασχίζουν να δαμάσουν την άγρια γη τους, της οποίας είναι τα «στοιχειά», όταν την διασχίζουν καβάλα στα άλογά τους.


Οι σελίδες που είναι αφιερωμένες στον Α' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, όπου «πολλοί δεν ήξεραν εναντίον τίνος πολεμούσε η Ιταλία», στην προδοσία του λαού από αρκετούς σοσιαλδημοκράτες, και οι σελίδες με τους νέους εξόριστους Εβραίους, Γερμανούς και Αυστριακούς από το Μιλάνο στη Σαρδηνία και την επιστροφή των παιδιών του Νουόρο από τα μέτωπα του πολέμου, είναι εξαιρετικές.

«Για να γνωρίσεις κάποιον, πρέπει να δεις τη ζωή του ως το τέλος, ώσπου να μπει στον λάκκο. Μα και τότε πρέπει να βρεθεί κάποιος να τον ανασύρει στην επιφάνεια, να ιστορήσει το βίο του στον ίδιο μα και στους άλλους, όπως την ημέρα της κρίσης. Αυτό έκανα εγώ, αλλά δεν θα 'θελα να το κάνω, μα αναπόφευκτα θα συνεχίσω να το κάνω, γιατί τώρα δεν πρόκειται πια για τη μοίρα των άλλων, αλλά για τη δική μου»: Σε αυτές τις γραμμές σταματά το δεύτερο μέρος του βιβλίου του Σ. Σάτα, που έμεινε ανολοκλήρωτο και βρέθηκε ανάμεσα στα υπάρχοντά του μετά τον θάνατό του.

Το βιβλίο «Η Ημέρα της Κρίσης» και από τη σκοπιά αυτή θυμίζει την ιστορία του επίσης χαμένου αριστουργήματος, «Ο Γατόπαρδος» του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα (1896-1957), που αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη γενιά σε σχέση με την «Ημέρα της Κρίσης», και ήρθε στο φως μετά τον θάνατο του δημιουργού του, ενώ οι εικόνες των ανθρώπων του Σ. Σάτα μάς φέρνουν στο νου τις καλύτερες στιγμές του ιταλικού νεορεαλιστικού κινηματογράφου.


Γ. ΜΗΛΙΩΝΗΣ