ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
«Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου»
Παρασκευή 30 Απρίλη 2021 - Κυριακή 2 Μάη 2021

«Ενας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του...», έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος, που γεννήθηκε τέτοιες μέρες, την Πρωτομαγιά του 1909. Η ποίησή του αποτελεί οδηγό μάχης για τη ζωή, όπλο και σημαία στα χέρια του λαού στον αγώνα για το φωτεινό μέλλον της ανθρωπότητας, για την κοινωνική απελευθέρωση.

Και πράγματι, ο Γιάννης Ρίτσος ήταν πάντα παρών. Αλλωστε, η ποίησή του είναι «ποίηση βιωματική, ποίηση πράξεων και πρακτική». «Παρών» ήταν και 27 χρόνια αργότερα, όταν συνταρασσόταν από την εξέγερση των απεργών εργατών της Θεσσαλονίκης τον Μάη του '36. Εμπνευσμένος από τον θρήνο της μητέρας του δολοφονημένου νέου εργάτη, όπως αποτυπώθηκε σε πρωτοσέλιδη φωτογραφία του «Ριζοσπάστη», ο Ρίτσος γράφει τον «Επιτάφιο». Μέρος της σύνθεσης δημοσιεύεται στην εφημερίδα. «Μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια, η μάνα μου η Μανιάτισα που ήταν εξοικειωμένη με το μοιρολόι, εικόνες βυζαντινές με το Χριστό στα πόδια της Παναγιάς, οι στίχοι του Βάρναλη, του Σικελιανού, το δημοτικό μας τραγούδι, όλα αυτά ανακατεύτηκαν μέσα μου και ξέσπασε στην καρδιά μου το κύμα ενός πελώριου θρήνου, ενός πραγματικού Επιταφίου. Επί τρεις μέρες και νύχτες συνέχεια έγραφα, χωρίς φαΐ, χωρίς ύπνο...», θα αναφέρει ο ποιητής χρόνια αργότερα.

Ο «Ριζοσπάστης» εξέδωσε τη συλλογή σε 10.000 αντίτυπα, που πωλήθηκαν σε ελάχιστο διάστημα. Η ελληνική ποίηση φεύγει πια από τους κλειστούς κύκλους των λογοτεχνικών σαλονιών και φτάνει σε πλατύτερες μάζες - οι υπόλοιπες ποιητικές συλλογές της περιόδου κυκλοφορούσαν σε κάποιες δεκάδες αντίτυπα. Τα τελευταία 250 αντίτυπα κατάσχονται από τη μεταξική δικτατορία και καίγονται μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Το έργο απαγορεύεται για 20 ολόκληρα χρόνια και κυκλοφορεί ξανά το 1956. Την επόμενη χρονιά μελοποιείται από τον Μίκη Θεοδωράκη.


Σε αυτό το λυρικό μοιρολόι της μάνας του νεκρού εργάτη, ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξελικτική πορεία των συναισθημάτων και τη στάση της μάνας. Από το ατομικό της πένθος και τον αβάσταχτο πόνο της, στην απόγνωση και στην οργή, και από εκεί στην ταξική αφύπνισή της. Γίνεται πια μάνα κοινωνική, ένα συλλογικό σύμβολο, καθώς σμίγει με τους συντρόφους του γιου της, ορκιζόμενη εκδίκηση. Το έργο αποτυπώνει την ακατανίκητη δύναμη της εργατικής τάξης όταν συνειδητοποιεί τη δύναμη και την κοινωνική αποστολή της.

Κι όπως περνάν, λεβέντηδες, γεροί κι αδελφωμένοι,

λέω και θα καταχτήσουνε τη γης, την οικουμένη.

Κ' οι λύκοι αποτραβήχτηκαν και κρύφθηκαν στην τρούπα

- μαμούνια που τα σάρωσε βαρειά του εργάτη η σκούπα -

Ω, πούσαι, γιόκα μου, να δεις, πουλί, ν' αναγαλλιάσεις,

και, πριν κινήσεις μοναχό, τον κόσμο ν' αγκαλιάσεις.

Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.

Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι -

όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ' εσένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο -

το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Και γω η φτωχή και γω η λιγνή, μεγάλη μέσα σ' όλους,

με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους.

Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ' αγρίμια

που μούκαναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.

Κι ακολουθείς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας

δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.

Κι ως τόθελες (ως τόλεγες τα βράδια με το λύχνο)

ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.

Κι αντίς τ' άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω

και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιο αντικρίζω.

Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,

σου πήρα το ντουφέκι σου - κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.