Είναι υποβάθμιση, γιατί δε συνοδεύτηκε από καμία αλλαγή στο χαρακτήρα των ΤΕΙ (ως υποδεέστερων των ΑΕΙ). Πτυχία και επαγγελματικά δικαιώματα μένουν το ίδιο υποβαθμισμένα, όπως και πριν. Δεν επιτρέπεται στα ΤΕΙ να οργανώνουν αυτόνομα μεταπτυχιακές σπουδές, δηλαδή να αναπαράγουν το επιστημονικό τους δυναμικό και να διεξάγουν έρευνα. Το γνωστικό αντικείμενο πολλών Τμημάτων είναι τόσο περιορισμένο, που, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν επιστημονική έρευνα. Η αύξηση χρηματοδότησης, που επικαλείται το υπουργείο, απέχει πολύ από το να καλύψει το σύνολο των αναγκών σε υποδομή και ανθρώπινο δυναμικό.
Ομως, κανένα από αυτά τα προβλήματα που απασχολούν το εκπαιδευτικό προσωπικό δεν μπορεί να λυθεί από μόνο του. Είναι μέρος του συνολικότερου προβλήματος του χαρακτήρα των ιδρυμάτων. Η κυβέρνηση δε θέλει να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, ακριβώς γιατί δε θέλει να λύσει το πρόβλημα, δε θέλει να κάνει τα ΤΕΙ πραγματικά ανώτατα ιδρύματα. Προτιμάει να παρέχουν, με το μισό κόστος, μια χαμηλής ποιότητας τεχνολογική εκπαίδευση, αποστεωμένη από το θεωρητικό της υπόβαθρο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εμπειρική. Αυτό επιβάλλουν οι κατευθύνσεις της ΕΕ και αντίστοιχες ρυθμίσεις υποβάθμισης προετοιμάζονται και για τα πανεπιστήμια. Η μόνη απάντηση σ' αυτήν την κατάσταση είναι η μαζική και συντονισμένη πάλη διεκδίκησης της Ενιαίας Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ο συντονισμός, όμως, δεν μπορεί να επιτευχθεί με «λουκέτο» στα ΤΕΙ και γυρισμένη την πλάτη σ' όλους τους φυσικούς συμμάχους των εκπαιδευτικών και σπουδαστών. Γιατί ο αγώνας για πραγματικά Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση αφορά τους εργαζόμενους, το λαό, μαζί με όλη την εκπαιδευτική κοινότητα. Θέλει μορφές πάλης, που πραγματικά συσπειρώνουν και χτυπάνε στο στόχο της ανατροπής αυτής της αντιεκπαιδευτικής αντιλαϊκής πολιτικής για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.