Ο «Ριζοσπάστης» συζητά με νοσοκομειακούς γιατρούς για τις τραγικές ελλείψεις και τα οξυμένα προβλήματα
Ενδεικτικό της πίεσης και της εντατικοποίησης που αντιμετωπίζουν οι υγειονομικοί είναι το γεγονός ότι την προηγούμενη Τρίτη, την ώρα που έκανε δηλώσεις ο Γιάννης Γκαμπράνης, υπεύθυνος στη μία κλινική COVID του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, «λύγισε» από την κόπωση και παραλίγο να καταρρεύσει.
Ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με τον Θανάση Αθανασιάδη, διευθυντή του Παθολογικού Τομέα Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας και αντιπρόεδρο της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων και Κέντρων Υγείας Λάρισας (ΕΙΝΚΥΛ), και με τον Γιάννη Γκαμπράνη, διευθυντή της Α' κλινικής COVID του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας και γραμματέα της ΕΙΝΚΥΛ.
Ξεκινώντας τη συζήτηση ο Θ. Αθανασιάδης επισημαίνει: «Το νοσοκομείο κατά το τρίτο κύμα έξαρσης της πανδημίας μετατράπηκε σχεδόν εξολοκλήρου σε νοσοκομείο COVID-19, με έναν επικίνδυνο και πρωτότυπο / υβριδικό τρόπο λειτουργίας. Χωρίς να συνέλθει από την περιπέτεια αυτή και να ανακτήσει στοιχειωδώς αποδεκτή λειτουργικότητα, σε συνθήκες διάλυσης, με χώρους που αποπνέουν τη χρόνια εγκατάλειψη, κεντρικούς διαδρόμους που έχουν μετατραπεί σε αποθήκες αναλώσιμου υγειονομικού υλικού και τεχνολογικού εξοπλισμού προς απόσυρση, καλείται πάλι να παίξει τον ίδιο ρόλο σε χειρότερη κατάσταση από ποτέ, αποδεκατισμένο, με ακόμη μεγαλύτερη υποστελέχωση λόγω συνταξιοδοτήσεων, παραιτήσεων και αναστολών εργασίας. Οι κλίνες απαιτούν ιατρούς, νοσηλευτές, βοηθούς, προσωπικό καθαριότητας, τραυματιοφορείς, επαρκή παροχή οξυγόνου, φάρμακα, αναλώσιμα υλικά. Ολα τα παραπάνω στο ΓΝΛ είναι πλέον σε δραματική ανεπάρκεια. Η Τεχνική Υπηρεσία ήδη έχει ενημερώσει επισήμως τη διοίκηση ότι η επάρκεια της παροχής οξυγόνου λόγω των αυξημένων αναγκών είναι οριακή, με επαπειλούμενη κατάρρευση των πεπαλαιωμένων υποδομών της. Την ίδια ώρα, σε κάθε εφημερία ενός από τα δύο νοσοκομεία της Λάρισας η προσέλευση ξεπερνά τα 100 άτομα, εκ των οποίων περίπου το 25% θα χρειαστούν εισαγωγή».
Η δύναμη των νοσηλευτών κάθε βάρδιας είναι μειωμένη σε περίπου 50% της αναγκαίας, ενώ η εξάντλησή τους επιβαρύνεται από τη συνεχή εναλλαγή διαδοχικών ωραρίων, με ενδιάμεση οκτάωρη ανάπαυση, με το ρεπό να αποτελεί σπάνια πολυτέλεια και την άδεια απαγορευμένο δικαίωμα. Οι ίδιοι λιγοστοί γιατροί πρέπει εκτός από την περίθαλψη των νοσηλευομένων να καλύπτουν τα τακτικά εξωτερικά ιατρεία, την εκπαίδευση και ό,τι άλλο απαρτίζει τη σύγχρονη Νοσοκομειακή Ιατρική».
«Δεν υπάρχουν εξειδικευμένοι εντατικολόγοι, καλούνται γιατροί να περιθάλψουν ασθενείς με COVID χωρίς να έχουν την ανάλογη ειδικότητα και εκπαίδευση, δεν υπάρχουν πλέον ήπια περιστατικά», προσθέτει ο Γ. Γκαμπράνης, επισημαίνοντας τις αρνητικές συνέπειες που υπάρχουν για τις συνθήκες εργασίας των υγειονομικών: «Πέραν των 8-9 εφημεριών, δουλεύουμε μέχρι και 30 ώρες συνεχόμενα. Είμαστε στα όρια της εξάντλησης, με αποτέλεσμα, παρά την προσπάθειά μας, να επηρεάζεται και η ποιότητα των υπηρεσιών Υγείας που προσφέρουμε. Το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί και διάσπαρτοι ασθενείς σε κάθε όροφο μέσα στο νοσοκομείο, ακόμα και σε γραφεία γιατρών, μας αναγκάζει να τρέχουμε συνεχώς. Μόνο καλημέρα να θέλαμε να τους πούμε, θέλουμε 3 ώρες. Ολη αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει σε παραίτηση δεκάδες συναδέλφους».
Και ο Γ. Γκαμπράνης συμπληρώνει: «Αυτό σημαίνει αύξηση της νοσηρότητας, ενώ όσοι ασθενείς έχουν οικονομική δυνατότητα κατευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα Υγείας. Αλλά και τα νέα παιδιά που ήρθαν ως ειδικευόμενοι για να εκπαιδευτούν, εδώ και 20 μήνες βλέπουν μόνο μία νόσο. Εχουν εξουθενωθεί κι αυτοί, κάνουν πράγματα που δεν τους αναλογούν και την ίδια ώρα δεν εμβαθύνουν στο αντικείμενό τους».
Μιλώντας για την άρνηση της κυβέρνησης να επιτάξει τον ιδιωτικό τομέα χωρίς καμία αποζημίωση, ο Γ. Γκαμπράνης τονίζει: «Τα 80 κρεβάτια των ιδιωτικών κλινικών της πόλης για την εξυπηρέτηση ήπιων περιστατικών - πάντα με το αζημίωτο - την ώρα που μόνο στην πόλη της Λάρισας υπάρχουν 1.984 κρεβάτια στις ιδιωτικές κλινικές, εκατοντάδες γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό, επιβεβαιώνουν ότι ο ιδιωτικός τομέας αποτελεί "ξένο σώμα" στη μάχη που δίνουμε».
Από την πλευρά του ο Θ. Αθανασιάδης σχολιάζει τα σχέδια της κυβέρνησης για το «νέο ΕΣΥ» σημειώνοντας: «Η πανδημία της COVID-19 φαίνεται ότι χρησιμεύει ως μέσο για το τελειωτικό - εγκληματικό πλήγμα του νοσοκομείου, ενταγμένο στην υπηρεσία της εισαγωγής του εξαμβλώματος του "νέου ΕΣΥ", το οποίο είναι κατ' επίφαση νέο, δεδομένου ότι δομείται από πεπαλαιωμένα υλικά του ήδη μεταλλαγμένου παρόντος ΕΣΥ. Η κυβέρνηση κυνικά αδιαφορεί για την τεράστια θνητότητα από COVID-19 και άλλες ασθένειες και προωθεί την απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος Υγείας, εξωθώντας τα νοσοκομεία σε μετατροπή σε σχεδόν αποκλειστικά αυτοχρηματοδοτούμενους οργανισμούς και την Υγεία σε εμπόρευμα, με βαθιά ζημιωμένους τους υγειονομικούς, τους ασθενείς, τον λαό».