- Αύριο πάλι, μονολόγησε, αύριο πάλι για τα ταμπούρια των δρόμων, για τη ζωή της φαμίλιας, για την παράδοση των αγώνων μας, για τη μνήμη του Κιλελέρ.
«... Πρέπει να ξανασκάψεις εκεί που έσκαψες / πρέπει να ξανασπείρεις / εκεί που έσπειρες / αλλιώς το θέρος θάρθει / χωρίς λουλούδια και καρπούς / να σε βρει γονατιστό πάνω στο βράχο...».
- Αυτό είναι, ξανάπε, όχι το «κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης» που έλεγε ο θεομπαίχτης της ενορίας στην κυρα - Ευφροσύνη που την είδε περήφανη πάνω στα μηχανοκίνητα της αγροτιάς: «Καθίστε, φρόνιμα, της είπε. Δε βλέπετε τα... πετεινά του ουρανού που ουδέ σπείρουν ουδέ θερίζουσιν...».
Μάταια προσπαθούν, γιατί αυτό το χώμα είναι δικό μας. Αυτή τη γη δε θα τη μολέψουν με τους μπάσταρδους κλωνόσπορους των συμφερόντων τους. Δε θα καταστρέψουν τη γη, τη σπορά, τους ανθρώπους.
Πήρε μια χούφτα σπόρο στα ψημένα χέρια του και τον λίχνισε προς τα πάνω, όπου μια αχτίδα του φεγγαριού τον ασήμωσε, πριν πέσει στη νοτισμένη γη. Αύριο πάλι, είπε, γιατί η σπορά των αγώνων, οι αγώνες για τη ζωή συνεχίζονται. Γιατί «πρέπει να ξανασπείρουμε εκεί που σπείραμε».